Translation meaning & definition of the word "swelled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρήξιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Swelled
[Πρήζονται]/swɛld/
adjective
1. Feeling self-importance
- "Too big for his britches"
- "Had a swelled head"
- "He was swelled with pride"
- synonym:
- big ,
- swelled ,
- vainglorious
1. Αίσθημα αυτοεκτίμησης
- "Πολύ μεγάλο για τους βρετανούς"
- "Έχω ένα πρησμένο κεφάλι"
- "Πρησμένος από υπερηφάνεια"
- συνώνυμο:
- μεγάλος ,
- πρήζονται ,
- ανεπιτήδευτοσ