Translation meaning & definition of the word "swell" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "φούσκωμα" στην ελληνική γλώσσα
Swell
[Πρήξιμο]noun
1. The undulating movement of the surface of the open sea
- synonym:
- swell ,
- crestless wave
1. Η κυματοειδής κίνηση της επιφάνειας της ανοιχτής θάλασσας
- συνώνυμο:
- πρήζω ,
- κύμα χωρίς κορυφή
2. A rounded elevation (especially one on an ocean floor)
- synonym:
- swell
2. Ένα στρογγυλεμένο υψόμετρο (ειδικά ένα στον πυθμένα του ωκεανού)
- συνώνυμο:
- πρήζω
3. A crescendo followed by a decrescendo
- synonym:
- swell
3. Ένα κρεσέντο ακολουθούμενο από ένα ντεκρεσέντο
- συνώνυμο:
- πρήζω
4. A man who is much concerned with his dress and appearance
- synonym:
- dandy ,
- dude ,
- fop ,
- gallant ,
- sheik ,
- beau ,
- swell ,
- fashion plate ,
- clotheshorse
4. Ένας άνθρωπος που ασχολείται πολύ με το φόρεμα και την εμφάνισή του
- συνώνυμο:
- dandy ,
- φίλε ,
- φοπ ,
- γενναίος ,
- σεΐχης ,
- beau ,
- πρήζω ,
- πιάτο μόδας ,
- άλογο ρούχων
verb
1. Increase in size, magnitude, number, or intensity
- "The music swelled to a crescendo"
- synonym:
- swell
1. Αύξηση σε μέγεθος, μέγεθος, αριθμό ή ένταση
- "Η μουσική φούσκωσε σε κρεσέντο"
- συνώνυμο:
- πρήζω
2. Become filled with pride, arrogance, or anger
- "The mother was swelling with importance when she spoke of her son"
- synonym:
- swell ,
- puff up
2. Γεμίστε με υπερηφάνεια, αλαζονεία ή θυμό
- "Η μητέρα φούσκωνε από σημασία όταν μιλούσε για τον γιο της"
- συνώνυμο:
- πρήζω ,
- φουσκώνω
3. Expand abnormally
- "The bellies of the starving children are swelling"
- synonym:
- swell ,
- swell up ,
- intumesce ,
- tumefy ,
- tumesce
3. Επεκταθείτε ασυνήθιστα
- "Οι κοιλιές των παιδιών που λιμοκτονούν πρήζονται"
- συνώνυμο:
- πρήζω ,
- φουσκώνω ,
- ενδίδω ,
- ταραχώδησ ,
- τούμσε
4. Come up (as of feelings and thoughts, or other ephemeral things)
- "Strong emotions welled up"
- "Smoke swelled from it"
- synonym:
- well up ,
- swell
4. Εμφανιστείτε (όπως τα συναισθήματα και οι σκέψεις, ή άλλα εφήμερα πράγματα)
- "Ανάβλυσαν έντονα συναισθήματα"
- "Ο καπνός φούσκωσε από αυτό"
- συνώνυμο:
- αναπτυγμένος ,
- πρήζω
5. Come up, as of a liquid
- "Tears well in her eyes"
- "The currents well up"
- synonym:
- well ,
- swell
5. Ανέβα, σαν υγρό
- "Δακρύζει καλά στα μάτια της"
- "Τα ρεύματα αναβλύζουν"
- συνώνυμο:
- καλά ,
- πρήζω
6. Cause to become swollen
- "The water swells the wood"
- synonym:
- swell
6. Αιτία να γίνει πρησμένο
- "Το νερό φουσκώνει το ξύλο"
- συνώνυμο:
- πρήζω
adjective
1. Very good
- "He did a bully job"
- "A neat sports car"
- "Had a great time at the party"
- "You look simply smashing"
- synonym:
- bang-up ,
- bully ,
- corking ,
- cracking ,
- dandy ,
- great ,
- groovy ,
- keen ,
- neat ,
- nifty ,
- not bad(p) ,
- peachy ,
- slap-up ,
- swell ,
- smashing
1. Πολύ καλό
- "Έκανε δουλειά νταής"
- "Ένα προσεγμένο σπορ αυτοκίνητο"
- "Πέρασα υπέροχα στο πάρτι"
- "Κοιτάς απλά συντριβή"
- συνώνυμο:
- μπαμ-απ ,
- νταής ,
- φελλό ,
- ρωγμή ,
- dandy ,
- υπέροχο ,
- αυλακωτόσ ,
- ενθουσιώδης ,
- τακτοποιημένο ,
- νιφτ ,
- όχι κακό(p) ,
- ροδακινί ,
- χαστούκι ,
- πρήζω ,
- συντριβή