Translation meaning & definition of the word "sweetener" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλυκαντικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sweetener
[Γλυκαντικό]/switənər/
noun
1. Something added to foods to make them taste sweeter
- synonym:
- sweetening ,
- sweetener
1. Κάτι προστίθεται στα τρόφιμα για να τα κάνει να γευτούν πιο γλυκά
- συνώνυμο:
- γλύκανση ,
- γλυκαντικό
2. Anything that serves as an enticement
- synonym:
- bait ,
- come-on ,
- hook ,
- lure ,
- sweetener
2. Οτιδήποτε χρησιμεύει ως δελεαστικό
- συνώνυμο:
- δόλωμα ,
- επαναλαμβάνω ,
- γάντζος ,
- δένω ,
- γλυκαντικό