Translation meaning & definition of the word "sweep" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκαραβά" στην ελληνική γλώσσα
Sweep
[Σκουπίζω]noun
1. A wide scope
- "The sweep of the plains"
- synonym:
- sweep ,
- expanse
1. Ένα ευρύ πεδίο εφαρμογής
- "Η σάρωση των πεδιάδων"
- συνώνυμο:
- σκουπίζω ,
- επέκταση
2. Someone who cleans soot from chimneys
- synonym:
- chimneysweeper ,
- chimneysweep ,
- sweep
2. Κάποιος που καθαρίζει την αιθάλη από τις καμινάδες
- συνώνυμο:
- καμινάδα ,
- καμινάδεσ ,
- σκουπίζω
3. Winning all or all but one of the tricks in bridge
- synonym:
- slam ,
- sweep
3. Κερδίζοντας όλα ή όλα εκτός από ένα από τα κόλπα στη γέφυρα
- συνώνυμο:
- πλατύ ,
- σκουπίζω
4. A long oar used in an open boat
- synonym:
- sweep ,
- sweep oar
4. Ένα μακρύ κουπί που χρησιμοποιείται σε ανοιχτό σκάφος
- συνώνυμο:
- σκουπίζω ,
- αναβάτης
5. (american football) an attempt to advance the ball by running around the end of the line
- synonym:
- end run ,
- sweep
5. ( αμερικανικό ποδόσφαιρο) μια προσπάθεια να προωθήσει την μπάλα τρέχοντας γύρω από το τέλος της γραμμής
- συνώνυμο:
- τελειώνω ,
- σκουπίζω
6. A movement in an arc
- "A sweep of his arm"
- synonym:
- sweep
6. Μια κίνηση σε ένα τόξο
- "Ένα σκούπισμα του χεριού του"
- συνώνυμο:
- σκουπίζω
verb
1. Sweep across or over
- "Her long skirt brushed the floor"
- "A gasp swept cross the audience"
- synonym:
- brush ,
- sweep
1. Σκουπίζω απέναντι ή πάνω
- "Η μακριά φούστα της βούρτσισε το πάτωμα"
- "Ένας αεριωθούμενος σκούπισε το κοινό"
- συνώνυμο:
- βούρτσα ,
- σκουπίζω
2. Move with sweeping, effortless, gliding motions
- "The diva swept into the room"
- "Shreds of paper sailed through the air"
- "The searchlights swept across the sky"
- synonym:
- sweep ,
- sail
2. Κινηθείτε με σαρωτικές, αβίαστες, ολισθαίνουσες κινήσεις
- "Η ντίβα σάρωσε το δωμάτιο"
- "Τα κομμάτια του χαρτιού έπλεαν μέσα από τον αέρα"
- "Οι προβολείς αναζήτησης σάρωσαν τον ουρανό"
- συνώνυμο:
- σκουπίζω ,
- πλέω
3. Sweep with a broom or as if with a broom
- "Sweep the crumbs off the table"
- "Sweep under the bed"
- synonym:
- sweep ,
- broom
3. Σκουπίστε με μια σκούπα ή σαν με μια σκούπα
- "Σκουπίστε τα ψίχουλα από το τραπέζι"
- "Σκουπίστε κάτω από το κρεβάτι"
- συνώνυμο:
- σκουπίζω ,
- σκούπα
4. Force into some kind of situation, condition, or course of action
- "They were swept up by the events"
- "Don't drag me into this business"
- synonym:
- embroil ,
- tangle ,
- sweep ,
- sweep up ,
- drag ,
- drag in
4. Βία σε κάποιο είδος κατάστασης, κατάστασης ή πορείας δράσης
- "Παρασύρθηκαν από τα γεγονότα"
- "Μη με τραβήξεις σε αυτή την επιχείρηση"
- συνώνυμο:
- εμπλέκω ,
- τραβώ ,
- σκουπίζω ,
- σαρώνω ,
- σύρω ,
- παρασύρω
5. To cover or extend over an area or time period
- "Rivers traverse the valley floor", "the parking lot spans 3 acres"
- "The novel spans three centuries"
- synonym:
- cross ,
- traverse ,
- span ,
- sweep
5. Για να καλύψει ή να επεκταθεί σε μια περιοχή ή χρονική περίοδο
- "Ποτάμια διασχίζουν το πάτωμα της κοιλάδας", "ο χώρος στάθμευσης εκτείνεται σε 3 στρέμματα"
- "Το μυθιστόρημα εκτείνεται σε τρεις αιώνες"
- συνώνυμο:
- σταυρώνω ,
- περπατώ ,
- έκταση ,
- σκουπίζω
6. Clean by sweeping
- "Please sweep the floor"
- synonym:
- sweep
6. Καθαρίστε με σκούπισμα
- "Σκουπίστε το πάτωμα"
- συνώνυμο:
- σκουπίζω
7. Win an overwhelming victory in or on
- "Her new show dog swept all championships"
- synonym:
- sweep
7. Κερδίστε μια συντριπτική νίκη μέσα ή επάνω
- "Ο νέος σκύλος της παράστασης σάρωσε όλα τα πρωταθλήματα"
- συνώνυμο:
- σκουπίζω
8. Cover the entire range of
- synonym:
- sweep
8. Καλύψτε ολόκληρο το φάσμα των
- συνώνυμο:
- σκουπίζω
9. Make a big sweeping gesture or movement
- synonym:
- swing ,
- sweep ,
- swing out
9. Κάντε μια μεγάλη χειρονομία ή κίνηση
- συνώνυμο:
- ταλάντευση ,
- σκουπίζω ,
- ταλαντεύω