Translation meaning & definition of the word "swat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλοπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Swat
[Κολλήσει]/swɑt/
noun
1. A sharp blow
- synonym:
- swat
1. Ένα απότομο χτύπημα
- συνώνυμο:
- πατώ
verb
1. Hit swiftly with a violent blow
- "Swat flies"
- synonym:
- swat
1. Χτυπήστε γρήγορα με ένα βίαιο χτύπημα
- "Κυματιστές μύγες"
- συνώνυμο:
- πατώ