Translation meaning & definition of the word "swap" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταλλαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Swap
[Ανταλλαγή]/swɑp/
noun
1. An equal exchange
- "We had no money so we had to live by barter"
- synonym:
- barter ,
- swap ,
- swop ,
- trade
1. Ίση ανταλλαγή
- "Δεν είχαμε χρήματα, έτσι έπρεπε να ζήσουμε με ανταλλαγή"
- συνώνυμο:
- ανταλλαγή ,
- επιτίθεμαι ,
- εμπόριο
verb
1. Exchange or give (something) in exchange for
- synonym:
- trade ,
- swap ,
- swop ,
- switch
1. Ανταλλαγή ή να δώσει (σοδι) σε αντάλλαγμα για
- συνώνυμο:
- εμπόριο ,
- ανταλλαγή ,
- επιτίθεμαι ,
- διακόπτης
2. Move (a piece of a program) into memory, in computer science
- synonym:
- swap
2. Μετακινήστε το ( κομμάτι ενός προγράμματος) στη μνήμη, στην επιστήμη των υπολογιστών
- συνώνυμο:
- ανταλλαγή
Examples of using
Never swap horses while crossing a stream.
Ποτέ μην ανταλλάσσετε άλογα ενώ διασχίζετε ένα ρεύμα.