Translation meaning & definition of the word "swan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βασίλης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Swan
[Κύκνος]/swɑn/
noun
1. Stately heavy-bodied aquatic bird with very long neck and usually white plumage as adult
- synonym:
- swan
1. Βαρύ υδρόβιο πουλί με πολύ μακρύ λαιμό και συνήθως άσπρο φτέρωμα ως ενήλικας
- συνώνυμο:
- κύκνος
verb
1. To declare or affirm solemnly and formally as true
- "Before god i swear i am innocent"
- synonym:
- affirm ,
- verify ,
- assert ,
- avow ,
- aver ,
- swan ,
- swear
1. Να δηλώνει ή να επιβεβαιώνει επίσημα και επίσημα ως αληθινό
- "Πριν από τον θεό ορκίζομαι ότι είμαι αθώος"
- συνώνυμο:
- βεβαιώνω ,
- επαληθεύω ,
- διεκδικώ ,
- ομολογώ ,
- παραπάνω ,
- κύκνος ,
- ορκίζομαι
2. Move about aimlessly or without any destination, often in search of food or employment
- "The gypsies roamed the woods"
- "Roving vagabonds"
- "The wandering jew"
- "The cattle roam across the prairie"
- "The laborers drift from one town to the next"
- "They rolled from town to town"
- synonym:
- roll ,
- wander ,
- swan ,
- stray ,
- tramp ,
- roam ,
- cast ,
- ramble ,
- rove ,
- range ,
- drift ,
- vagabond
2. Μετακινηθείτε άσκοπα ή χωρίς κανένα προορισμό, συχνά σε αναζήτηση τροφής ή απασχόλησης
- "Οι τσιγγάνοι περιπλανιόντουσαν στο δάσος"
- "Λαξευτοί αλήτες"
- "Ο περιπλανώμενος εβραίος"
- "Τα βοοειδή περιφέρονται στο λιβάδι"
- "Οι εργάτες παρασύρονται από τη μια πόλη στην άλλη"
- "Έτρεξαν από πόλη σε πόλη"
- συνώνυμο:
- ρολό ,
- περιπλανώμαι ,
- κύκνος ,
- αδέσποτοσ ,
- τραμπ ,
- κατασκευάζω ,
- εύρος ,
- παρασυρόμενοσ ,
- αλήτησ
3. Sweep majestically
- "Airplanes were swanning over the mountains"
- synonym:
- swan
3. Σαρώστε μεγαλειώδη
- "Οι αεροπλάνοι έκλαιγαν πάνω από τα βουνά"
- συνώνυμο:
- κύκνος
Examples of using
This swan is black.
Ο κύκνος είναι μαύρος.