Translation meaning & definition of the word "swampy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασιλιάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Swampy
[Βαλτώδησ]/swɑmpi/
adjective
1. (of soil) soft and watery
- "The ground was boggy under foot"
- "A marshy coastline"
- "Miry roads"
- "Wet mucky lowland"
- "Muddy barnyard"
- "Quaggy terrain"
- "The sloughy edge of the pond"
- "Swampy bayous"
- synonym:
- boggy ,
- marshy ,
- miry ,
- mucky ,
- muddy ,
- quaggy ,
- sloppy ,
- sloughy ,
- soggy ,
- squashy ,
- swampy ,
- waterlogged
1. ( του εδάφους) μαλακό και υδαρές
- "Το έδαφος ήταν βουλωμένο κάτω από το πόδι"
- "Μια ελώδης ακτογραμμή"
- "Εξεταστικοί δρόμοι"
- "Υγρή πεδινή γη"
- "Λασπώδης μπάρνιαρντ"
- "Τεράστιο έδαφος"
- "Η σκοτεινή άκρη της λίμνης"
- "Βαλτώδης ξιφώδης"
- συνώνυμο:
- παλιοπρακτικόσ ,
- ελώδησ ,
- μίρι ,
- τρυπητός ,
- λασπώδησ ,
- τεμπέλησ ,
- ακατάστατοσ ,
- υγρό ,
- τραχύσ ,
- βάλτο ,
- υδατοσφαίριση