Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "swallow" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάποση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Swallow

[Καταπιεί]
/swɑloʊ/

noun

1. A small amount of liquid food

  • "A sup of ale"
    synonym:
  • swallow
  • ,
  • sup

1. Μια μικρή ποσότητα υγρών τροφίμων

  • "Μια υπεροχή του αλένκα"
    συνώνυμο:
  • καταπίνω
  • ,
  • υπερβαίνω

2. The act of swallowing

  • "One swallow of the liquid was enough"
  • "He took a drink of his beer and smacked his lips"
    synonym:
  • swallow
  • ,
  • drink
  • ,
  • deglutition

2. Η πράξη της κατάποσης

  • "Ένα χελιδόνι του υγρού ήταν αρκετό"
  • "Πήρε ένα ποτό από την μπύρα του και χτύπησε τα χείλη του"
    συνώνυμο:
  • καταπίνω
  • ,
  • ποτό
  • ,
  • απαλλαγή

3. Small long-winged songbird noted for swift graceful flight and the regularity of its migrations

    synonym:
  • swallow

3. Μικρό μακρυμάνικο τραγουδιστό πουλί σημειώνεται για γρήγορη χαριτωμένη πτήση και κανονικότητα των μεταναστεύσεών του

    συνώνυμο:
  • καταπίνω

verb

1. Pass through the esophagus as part of eating or drinking

  • "Swallow the raw fish--it won't kill you!"
    synonym:
  • swallow
  • ,
  • get down

1. Περάστε μέσω του οισοφάγου ως μέρος του φαγητού ή του ποτού

  • "Καταπιείτε τα ωμά ψάρια - δεν θα σας σκοτώσει!"
    συνώνυμο:
  • καταπίνω
  • ,
  • κατεβαίνω

2. Engulf and destroy

  • "The nazis swallowed the baltic countries"
    synonym:
  • swallow

2. Καταπίνω και καταστρέφω

  • "Οι ναζί κατάπιαν τις χώρες της βαλτικής"
    συνώνυμο:
  • καταπίνω

3. Enclose or envelop completely, as if by swallowing

  • "The huge waves swallowed the small boat and it sank shortly thereafter"
    synonym:
  • immerse
  • ,
  • swallow
  • ,
  • swallow up
  • ,
  • bury
  • ,
  • eat up

3. Περικλείστε ή περιβάλλετε εντελώς, σαν να καταπίνετε

  • "Τα τεράστια κύματα κατάπιαν το μικρό σκάφος και βυθίστηκε λίγο αργότερα"
    συνώνυμο:
  • βυθίζω
  • ,
  • καταπίνω
  • ,
  • θάβω
  • ,
  • τρώω

4. Utter indistinctly

  • "She swallowed the last words of her speech"
    synonym:
  • swallow

4. Αποφασιστικά

  • "Κατάπιε τα τελευταία λόγια της ομιλίας της"
    συνώνυμο:
  • καταπίνω

5. Take back what one has said

  • "He swallowed his words"
    synonym:
  • swallow
  • ,
  • take back
  • ,
  • unsay
  • ,
  • withdraw

5. Πάρτε πίσω ό, τι είπε κάποιος

  • "Κατάπιε τα λόγια του"
    συνώνυμο:
  • καταπίνω
  • ,
  • πάρτε πίσω
  • ,
  • αποφεύγω
  • ,
  • αποσύρω

6. Keep from expressing

  • "I swallowed my anger and kept quiet"
    synonym:
  • swallow

6. Παραμείνετε στην έκφραση

  • "Κατάπια το θυμό μου και παρέμεινα σιωπηλός"
    συνώνυμο:
  • καταπίνω

7. Tolerate or accommodate oneself to

  • "I shall have to accept these unpleasant working conditions"
  • "I swallowed the insult"
  • "She has learned to live with her husband's little idiosyncrasies"
    synonym:
  • accept
  • ,
  • live with
  • ,
  • swallow

7. Ανεχτείτε ή φιλοξενήστε τον εαυτό σας

  • "Θα πρέπει να δεχτώ αυτές τις δυσάρεστες συνθήκες εργασίας"
  • "Κατάπια την προσβολή"
  • "Έχει μάθει να ζει με τις μικρές ιδιοσυγκρασίες του συζύγου της"
    συνώνυμο:
  • αποδέχομαι
  • ,
  • ζω με
  • ,
  • καταπίνω

8. Believe or accept without questioning or challenge

  • "Am i supposed to swallow that story?"
    synonym:
  • swallow

8. Πιστέψτε ή αποδεχτείτε χωρίς αμφισβήτηση ή πρόκληση

  • "Θα έπρεπε να καταπιώ αυτή την ιστορία?"
    συνώνυμο:
  • καταπίνω

Examples of using

Be careful not to swallow the pit.
Προσέξτε να μην καταπιείτε το λάκκο.
One swallow doesn't make a spring.
Ένα χελιδόνι δεν κάνει μια άνοιξη.
One swallow does not a spring make.
Ένα χελιδόνι δεν κάνει μια άνοιξη.