Translation meaning & definition of the word "swaggering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγκλονιστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Swaggering
[Συγκλονιστικόσ]/swægərɪŋ/
adjective
1. Having or showing arrogant superiority to and disdain of those one views as unworthy
- "Some economists are disdainful of their colleagues in other social disciplines"
- "Haughty aristocrats"
- "His lordly manners were offensive"
- "Walked with a prideful swagger"
- "Very sniffy about breaches of etiquette"
- "His mother eyed my clothes with a supercilious air"
- "A more swaggering mood than usual"- w.l.shirer
- synonym:
- disdainful ,
- haughty ,
- imperious ,
- lordly ,
- overbearing ,
- prideful ,
- sniffy ,
- supercilious ,
- swaggering
1. Έχοντας ή δείχνοντας αλαζονική υπεροχή και περιφρονώντας αυτές τις απόψεις ως ανάξιες
- "Μερικοί οικονομολόγοι περιφρονούν τους συναδέλφους τους σε άλλους κοινωνικούς κλάδους"
- "Άτακτοι αριστοκράτες"
- "Οι αρχοντικοί του τρόποι ήταν προσβλητικοί"
- "Περπατώντας με ένα υπερηφάνεια στριπτιζέζ"
- "Πολύ άσχημα για τις παραβιάσεις της εθιμοτυπίας"
- "Η μητέρα του έβλεπε τα ρούχα μου με έναν περιττό αέρα"
- "Μια πιο συγκλονιστική διάθεση από το συνηθισμένο"- γ.λ. σίρερ
- συνώνυμο:
- περιφρονητικός ,
- υπεροπτικός ,
- άφθαρτος ,
- αρχοντικόσ ,
- υπερβολική ,
- υπερήφανοσ ,
- ανεπαίσθητοσ ,
- προληπτικόσ ,
- παραπαίουν
2. Flamboyantly adventurous
- synonym:
- swaggering ,
- swashbuckling
2. Περιπετειώδης
- συνώνυμο:
- παραπαίουν ,
- ανακατώνω