Translation meaning & definition of the word "suture" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μέλλον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suture
[Ραφή]/suʧər/
noun
1. An immovable joint (especially between the bones of the skull)
- synonym:
- suture ,
- sutura ,
- fibrous joint
1. Μια ακίνητη άρθρωση (ειδικά μεταξύ των οστών του κρανίου)
- συνώνυμο:
- ράμμα ,
- σουτούρα ,
- ινώδης άρθρωση
2. A seam used in surgery
- synonym:
- suture ,
- surgical seam
2. Μια ραφή που χρησιμοποιείται στη χειρουργική επέμβαση
- συνώνυμο:
- ράμμα ,
- χειρουργική ραφή
3. Thread of catgut or silk or wire used by surgeons to stitch tissues together
- synonym:
- suture
3. Νήμα της κατάληψης ή του μεταξιού ή του σύρματος που χρησιμοποιούν οι χειρουργοί για να βελτιώσουν τους ιστούς μαζί
- συνώνυμο:
- ράμμα
verb
1. Join with a suture
- "Suture the wound after surgery"
- synonym:
- suture
1. Ενώνουμε με ένα ράμμα
- "Συνδέστε την πληγή μετά από χειρουργική επέμβαση"
- συνώνυμο:
- ράμμα