Translation meaning & definition of the word "sustenance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απώλεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sustenance
[Συντριβή]/səstənəns/
noun
1. A source of materials to nourish the body
- synonym:
- nutriment ,
- nourishment ,
- nutrition ,
- sustenance ,
- aliment ,
- alimentation ,
- victuals
1. Μια πηγή υλικών για τη θρέψη του σώματος
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- θρέψη ,
- διατροφή ,
- τροφή ,
- αλληλεγγύη ,
- νικητέσ
2. The financial means whereby one lives
- "Each child was expected to pay for their keep"
- "He applied to the state for support"
- "He could no longer earn his own livelihood"
- synonym:
- support ,
- keep ,
- livelihood ,
- living ,
- bread and butter ,
- sustenance
2. Οικονομικά σημαίνει ότι ζει κανείς
- "Κάθε παιδί αναμενόταν να πληρώσει για τη διατήρησή του"
- "Υπέβαλε αίτηση στο κράτος για υποστήριξη"
- "Δεν μπορούσε πλέον να κερδίσει τα δικά του μέσα βιοπορισμού"
- συνώνυμο:
- υποστήριξη ,
- διατηρώ ,
- βιοπορισμό ,
- ζωντανός ,
- ψωμί και βούτυρο ,
- τροφή
3. The act of sustaining life by food or providing a means of subsistence
- "They were in want of sustenance"
- "Fishing was their main sustainment"
- synonym:
- sustenance ,
- sustentation ,
- sustainment ,
- maintenance ,
- upkeep
3. Η πράξη της διατήρησης της ζωής μέσω της τροφής ή της παροχής ενός μέσου διαβίωσης
- "Ζητούσαν συντήρηση"
- "Η αλιεία ήταν η κύρια στήριξη" τους"
- συνώνυμο:
- τροφή ,
- στήριξη ,
- συντήρηση