Translation meaning & definition of the word "sustain" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντήρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sustain
[Συντηρώ]/səsten/
verb
1. Lengthen or extend in duration or space
- "We sustained the diplomatic negotiations as long as possible"
- "Prolong the treatment of the patient"
- "Keep up the good work"
- synonym:
- prolong ,
- sustain ,
- keep up
1. Επιμηκύνετε ή επεκτείνετε σε διάρκεια ή χώρο
- "Διατηρήσαμε τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις όσο το δυνατόν περισσότερο"
- "Παρατεταμένη θεραπεία του ασθενούς"
- "Συνεχίστε την καλή δουλειά"
- συνώνυμο:
- παρατείνω ,
- συντηρώ ,
- συνεχίζω
2. Undergo (as of injuries and illnesses)
- "She suffered a fracture in the accident"
- "He had an insulin shock after eating three candy bars"
- "She got a bruise on her leg"
- "He got his arm broken in the scuffle"
- synonym:
- suffer ,
- sustain ,
- have ,
- get
2. Υποβάλλονται σε (α τραυματισμών και ασθενειών)
- "Υπέστη κάταγμα στο ατύχημα"
- "Είχε ένα σοκ ινσουλίνης αφού έφαγε τρεις μπάρες καραμέλας"
- "Έχει ένα μώλωπας στο πόδι της"
- "Έχει το χέρι του σπασμένο στο ανακάτεμα"
- συνώνυμο:
- υποφέρω ,
- συντηρώ ,
- έχω ,
- παίρνω
3. Provide with nourishment
- "We sustained ourselves on bread and water"
- "This kind of food is not nourishing for young children"
- synonym:
- nourish ,
- nurture ,
- sustain
3. Παρέχετε τροφή
- "Στηρίξαμε τον εαυτό μας στο ψωμί και το νερό"
- "Αυτό το είδος τροφής δεν είναι θρεπτικό για μικρά παιδιά"
- συνώνυμο:
- τρέφω ,
- ανατροφή ,
- συντηρώ
4. Supply with necessities and support
- "She alone sustained her family"
- "The money will sustain our good cause"
- "There's little to earn and many to keep"
- synonym:
- sustain ,
- keep ,
- maintain
4. Παροχή αναγκών και υποστήριξης
- "Μόνο αυτή συντήρησε την οικογένειά της"
- "Τα χρήματα θα υποστηρίξουν την καλή μας υπόθεση"
- "Υπάρχουν λίγα να κερδίσουμε και πολλά να κρατήσουμε"
- συνώνυμο:
- συντηρώ ,
- διατηρώ
5. Be the physical support of
- Carry the weight of
- "The beam holds up the roof"
- "He supported me with one hand while i balanced on the beam"
- "What's holding that mirror?"
- synonym:
- hold ,
- support ,
- sustain ,
- hold up
5. Γίνε η φυσική υποστήριξη του
- Φέρνω το βάρος
- "Η δέσμη κρατά την οροφή"
- "Με υποστήριξε με το ένα χέρι ενώ ισορροπούσα στη δέσμη"
- "Τι κρατάει αυτόν τον καθρέφτη?"
- συνώνυμο:
- κρατώ ,
- υποστήριξη ,
- συντηρώ ,
- συγκρατώ
6. Admit as valid
- "The court sustained the motion"
- synonym:
- sustain
6. Παραδεχτείτε ως έγκυρο
- "Το δικαστήριο υποστήριξε την πρόταση"
- συνώνυμο:
- συντηρώ
7. Establish or strengthen as with new evidence or facts
- "His story confirmed my doubts"
- "The evidence supports the defendant"
- synonym:
- confirm ,
- corroborate ,
- sustain ,
- substantiate ,
- support ,
- affirm
7. Να δημιουργήσει ή να ενισχύσει όπως με νέα στοιχεία ή γεγονότα
- "Η ιστορία του επιβεβαίωσε τις αμφιβολίες μου"
- "Τα στοιχεία υποστηρίζουν τον κατηγορούμενο"
- συνώνυμο:
- επιβεβαιώνω ,
- συντηρώ ,
- τεκμηριώνω ,
- υποστήριξη ,
- βεβαιώνω
Examples of using
Heavy posts are needed to sustain this bridge.
Απαιτούνται βαριές θέσεις για τη διατήρηση αυτής της γέφυρας.