Translation meaning & definition of the word "suspension" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναστολή" στην ελληνική γλώσσα
Suspension
[Ανάρτηση]noun
1. A mixture in which fine particles are suspended in a fluid where they are supported by buoyancy
- synonym:
- suspension
1. Ένα μείγμα στο οποίο τα λεπτά σωματίδια αναστέλλονται σε ένα υγρό όπου υποστηρίζονται από άνωση
- συνώνυμο:
- ανάρτηση
2. A time interval during which there is a temporary cessation of something
- synonym:
- pause ,
- intermission ,
- break ,
- interruption ,
- suspension
2. Χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπάρχει προσωρινή παύση κάποιου πράγματος
- συνώνυμο:
- παύση ,
- διάλειμμα ,
- σπάω ,
- διακοπή ,
- ανάρτηση
3. Temporary cessation or suspension
- synonym:
- abeyance ,
- suspension
3. Προσωρινή παύση ή αναστολή
- συνώνυμο:
- αποχή ,
- ανάρτηση
4. An interruption in the intensity or amount of something
- synonym:
- suspension ,
- respite ,
- reprieve ,
- hiatus ,
- abatement
4. Διακοπή της έντασης ή της ποσότητας του κάτι
- συνώνυμο:
- ανάρτηση ,
- αναπνέω ,
- ανακτώ ,
- παύση ,
- μείωση
5. A mechanical system of springs or shock absorbers connecting the wheels and axles to the chassis of a wheeled vehicle
- synonym:
- suspension ,
- suspension system
5. Ένα μηχανικό σύστημα ελατηρίων ή αμορτισέρ που συνδέει τους τροχούς και τους άξονες με τα πλαίσια ενός τροχοφόρου οχήματος
- συνώνυμο:
- ανάρτηση ,
- σύστημα ανάρτησης
6. The act of suspending something (hanging it from above so it moves freely)
- "There was a small ceremony for the hanging of the portrait"
- synonym:
- suspension ,
- dangling ,
- hanging
6. Η πράξη της αναστολής κάτι (το κρέμει από πάνω έτσι κινείται ελεύθερα)
- "Υπήρξε μια μικρή τελετή για το κρέμασμα του πορτρέτου"
- συνώνυμο:
- ανάρτηση ,
- κρεμάμενοσ ,
- κρεμαστός
7. A temporary debarment (from a privilege or position etc)
- synonym:
- suspension ,
- temporary removal
7. Ένα προσωρινό αποβολή (από ένα προνόμιο ή θέση κ.λπ
- συνώνυμο:
- ανάρτηση ,
- προσωρινή αφαίρεση