Translation meaning & definition of the word "suspense" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποψία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suspense
[Υποψία]/səspɛns/
noun
1. Apprehension about what is going to happen
- synonym:
- suspense
1. Ανησυχία για το τι πρόκειται να συμβεί
- συνώνυμο:
- αγωνία
2. An uncertain cognitive state
- "The matter remained in suspense for several years"
- synonym:
- suspense
2. Μια αβέβαιη γνωστική κατάσταση
- "Το θέμα παρέμεινε σε αγωνία για αρκετά χρόνια"
- συνώνυμο:
- αγωνία
3. Excited anticipation of an approaching climax
- "The play kept the audience in suspense"
- synonym:
- suspense
3. Ενθουσιασμένη προσμονή για μια πλησιέστερη κορύφωση
- "Το έργο κράτησε το κοινό σε αγωνία"
- συνώνυμο:
- αγωνία
Examples of using
Don't keep me in suspense!
Μη με κρατάς σε αγωνία!
Don't keep me in suspense!
Μη με κρατάς σε αγωνία!