Translation meaning & definition of the word "suspender" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποψήφιος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suspender
[Υπονοούμενοσ]/səspɛndər/
noun
1. Elastic straps that hold trousers up (usually used in the plural)
- synonym:
- brace ,
- suspender ,
- gallus
1. Ελαστικοί ιμάντες που κρατούν το παντελόνι επάνω (συνήθως χρησιμοποιείται στον πληθυντικό)
- συνώνυμο:
- στήριγμα ,
- αναστέλλω ,
- γαλόνι