Translation meaning & definition of the word "suspend" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναστολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suspend
[Αναστολή]/səspɛnd/
verb
1. Hang freely
- "The secret police suspended their victims from the ceiling and beat them"
- synonym:
- suspend
1. Κρεμάστε ελεύθερα
- "Η μυστική αστυνομία ανέστειλε τα θύματά τους από το ταβάνι και τους χτύπησε"
- συνώνυμο:
- αναστέλλω
2. Cause to be held in suspension in a fluid
- "Suspend the particles"
- synonym:
- suspend
2. Αιτία που κρατιέται σε εναιώρημα σε ένα υγρό
- "Αναστείλετε τα σωματίδια"
- συνώνυμο:
- αναστέλλω
3. Bar temporarily
- From school, office, etc.
- synonym:
- suspend ,
- debar
3. Μπαρ προσωρινά
- Από το σχολείο, το γραφείο, κ.λπ.
- συνώνυμο:
- αναστέλλω ,
- ντέμπαρ
4. Stop a process or a habit by imposing a freeze on it
- "Suspend the aid to the war-torn country"
- synonym:
- freeze ,
- suspend
4. Σταματήστε μια διαδικασία ή μια συνήθεια επιβάλλοντας ένα πάγωμα σε αυτό
- "Αναστείλετε τη βοήθεια στη χώρα που έχει πολεμήσει"
- συνώνυμο:
- παγώνω ,
- αναστέλλω
5. Make inoperative or stop
- "Suspend payments on the loan"
- synonym:
- suspend ,
- set aside
5. Κάντε ανενεργό ή σταματήστε
- "Αναστολή πληρωμών επί του δανείου"
- συνώνυμο:
- αναστέλλω ,
- αφήνω στην άκρη
6. Render temporarily ineffective
- "The prison sentence was suspended"
- synonym:
- suspend
6. Να είναι προσωρινά αναποτελεσματική
- "Η ποινή φυλάκισης αναστέλλεται"
- συνώνυμο:
- αναστέλλω