Examples of using
Tom is suspected of being a Russian spy.
Ο Τομ είναι ύποπτος ότι είναι Ρώσος κατάσκοπος.
The police suspected that Tom was a drug dealer.
Η αστυνομία υποψιάστηκε ότι ο Τομ ήταν έμπορος ναρκωτικών.
No one suspected Tom.
Κανείς δεν υποψιάστηκε τον Τομ.
Everybody suspected him of bribery.
Όλοι τον υποψιάστηκαν για δωροδοκία.
I always suspected him of using drugs.
Πάντα τον υποψιαζόμουν ότι παίρνει ναρκωτικά.
The woman suspected that her son was using drugs.
Η γυναίκα υποψιάστηκε ότι ο γιος της χρησιμοποιούσε ναρκωτικά.
Everybody suspected him of taking a bribe.
Όλοι τον υποψιάστηκαν ότι δωροδοκεί.
We suspected our cashier of stealing the funds.
Υποψιαζόμασταν ότι ο ταμίας μας κλέβει τα κεφάλαια.
The police suspected that Tom was a drug dealer.
Η αστυνομία υποψιάστηκε ότι ο Τομ ήταν έμπορος ναρκωτικών.
The police suspected that Tom was a drug dealer.
Η αστυνομία υποψιάστηκε ότι ο Τομ ήταν έμπορος ναρκωτικών.
The police suspected that Tom was a drug dealer.
Η αστυνομία υποψιάστηκε ότι ο Τομ ήταν έμπορος ναρκωτικών.
The police suspected that Tom was a drug dealer.
Η αστυνομία υποψιάστηκε ότι ο Τομ ήταν έμπορος ναρκωτικών.
The police suspected that Tom was a drug dealer.
Η αστυνομία υποψιάστηκε ότι ο Τομ ήταν έμπορος ναρκωτικών.
I always suspected him of using drugs.
Πάντα τον υποψιαζόμουν ότι παίρνει ναρκωτικά.