Translation meaning & definition of the word "suspect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ύποπτος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suspect
[Υποπτεύομαι]/səspɛkt/
noun
1. Someone who is under suspicion
- synonym:
- suspect
1. Κάποιος που είναι υπό καχυποψία
- συνώνυμο:
- ύποπτος
2. A person or institution against whom an action is brought in a court of law
- The person being sued or accused
- synonym:
- defendant ,
- suspect
2. Πρόσωπο ή ίδρυμα κατά του οποίου ασκείται αγωγή σε δικαστήριο
- Το άτομο που κατηγορείται ή κατηγορείται
- συνώνυμο:
- κατηγορούμενος ,
- ύποπτος
verb
1. Imagine to be the case or true or probable
- "I suspect he is a fugitive"
- "I surmised that the butler did it"
- synonym:
- suspect ,
- surmise
1. Φανταστείτε να είναι η περίπτωση ή αληθινή ή πιθανή
- "Υποψιάζομαι ότι είναι φυγάς"
- "Υπέθεσα ότι ο μπάτλερ το έκανε"
- συνώνυμο:
- ύποπτος ,
- υποθέτω
2. Regard as untrustworthy
- Regard with suspicion
- Have no faith or confidence in
- synonym:
- distrust ,
- mistrust ,
- suspect
2. Θεωρήστε ως αναξιόπιστο
- Αντιμετωπίζω την υποψία
- Δεν έχετε πίστη ή εμπιστοσύνη στο
- συνώνυμο:
- δυσφορία ,
- δυσφήμηση ,
- ύποπτος
3. Hold in suspicion
- Believe to be guilty
- "The u.s. suspected bin laden as the mastermind behind the terrorist attacks"
- synonym:
- suspect
3. Κρατώ υποψία
- Πιστεύω ότι είμαι ένοχος
- "Οι ηπα υποψιάζονταν τον μπιν λάντεν ως τον εγκέφαλο πίσω από τις τρομοκρατικές επιθέσεις"
- συνώνυμο:
- ύποπτος
adjective
1. Not as expected
- "There was something fishy about the accident"
- "Up to some funny business"
- "Some definitely queer goings-on"
- "A shady deal"
- "Her motives were suspect"
- "Suspicious behavior"
- synonym:
- fishy ,
- funny ,
- shady ,
- suspect ,
- suspicious
1. Όχι όπως αναμενόταν
- "Υπήρχε κάτι ψαρονέφρι για το ατύχημα"
- "Μέχρι κάποια αστεία επιχείρηση"
- "Κάποια σίγουρα παράξενα βήματα"
- "Σκληρή συμφωνία"
- "Τα κίνητρά της ήταν ύποπτα"
- "Κακή συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- ψαρόσ ,
- αστείος ,
- σκιερός ,
- ύποπτος
Examples of using
Maria didn’t suspect that "Tom", her pen-friend, with whom she had been corresponding for months over the Internet and whom she secretly loved, without ever having met him, was actually a super-intelligent squirrel.
Η Μαρία υποψιάστηκε ότι "Τομ", η φίλη της με την οποία αντιστοιχούσε για μήνες στο Διαδίκτυο και τον αγαπούσε κρυφά, χωρίς να τον γνωρίσει, στην πραγματικότητα ήταν ένας υπερ-ευφυής σκίουρος.
Any suspect case is considered a public health emergency due to the severity of this illness.
Κάθε ύποπτη περίπτωση θεωρείται έκτακτη ανάγκη για τη δημόσια υγεία λόγω της σοβαρότητας αυτής της ασθένειας.
Tom doesn't suspect a thing.
Ο Τομ δεν υποψιάζεται τίποτα.