Translation meaning & definition of the word "survival" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιβίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Survival
[Επιβίωση]/sərvaɪvəl/
noun
1. A state of surviving
- Remaining alive
- synonym:
- survival ,
- endurance
1. Μια κατάσταση επιβίωσης
- Παραμένοντας ζωντανός
- συνώνυμο:
- επιβίωση ,
- αντοχή
2. A natural process resulting in the evolution of organisms best adapted to the environment
- synonym:
- survival ,
- survival of the fittest ,
- natural selection ,
- selection
2. Μια φυσική διαδικασία με αποτέλεσμα την εξέλιξη των οργανισμών που είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι στο περιβάλλον
- συνώνυμο:
- επιβίωση ,
- επιβίωση του ισχυρότερου ,
- φυσική επιλογή ,
- επιλογή
3. Something that survives
- synonym:
- survival
3. Κάτι που επιβιώνει
- συνώνυμο:
- επιβίωση
Examples of using
Adaptation is the key to survival.
Η προσαρμογή είναι το κλειδί για την επιβίωση.
I gave up all hope of survival.
Εγκατέλειψα κάθε ελπίδα επιβίωσης.
The company is struggling for survival.
Η εταιρεία αγωνίζεται για την επιβίωση.