Translation meaning & definition of the word "survey" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιβίβαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Survey
[Έρευνα]/sərve/
noun
1. A detailed critical inspection
- synonym:
- survey ,
- study
1. Μια λεπτομερής κριτική επιθεώρηση
- συνώνυμο:
- έρευνα ,
- μελέτη
2. Short descriptive summary (of events)
- synonym:
- sketch ,
- survey ,
- resume
2. Σύντομη περιγραφική περίληψη ( εκδηλώσεων)
- συνώνυμο:
- σκίτσο ,
- έρευνα ,
- επαναλαμβάνω
3. The act of looking or seeing or observing
- "He tried to get a better view of it"
- "His survey of the battlefield was limited"
- synonym:
- view ,
- survey ,
- sight
3. Η πράξη της αναζήτησης ή της παρατήρησης
- "Προσπάθησε να πάρει μια καλύτερη άποψη για αυτό"
- "Η έρευνά του στο πεδίο της μάχης ήταν περιορισμένη"
- συνώνυμο:
- προβολή ,
- έρευνα ,
- θέαμα
verb
1. Consider in a comprehensive way
- "He appraised the situation carefully before acting"
- synonym:
- survey ,
- appraise
1. Εξετάστε με έναν ολοκληρωμένο τρόπο
- "Εκτίμησε προσεκτικά την κατάσταση πριν ενεργήσει"
- συνώνυμο:
- έρευνα ,
- αξιολογώ
2. Look over carefully or inspect
- "He surveyed his new classmates"
- synonym:
- survey
2. Κοιτάξτε προσεκτικά ή επιθεωρήστε
- "Έρευνα τους νέους συμμαθητές του"
- συνώνυμο:
- έρευνα
3. Keep under surveillance
- "The police had been following him for weeks but they could not prove his involvement in the bombing"
- synonym:
- surveil ,
- follow ,
- survey
3. Τηρώ υπό παρακολούθηση
- "Η αστυνομία τον παρακολουθούσε για εβδομάδες, αλλά δεν μπορούσαν να αποδείξουν την εμπλοκή του στο βομβαρδισμό"
- συνώνυμο:
- επιτηρώ ,
- ακολουθεί ,
- έρευνα
4. Hold a review (of troops)
- synonym:
- review ,
- go over ,
- survey
4. Κρατήστε μια κριτική (από τα στρατεύματα)
- συνώνυμο:
- αναθεώρηση ,
- πηγαίνω ,
- έρευνα
5. Make a survey of
- For statistical purposes
- synonym:
- survey
5. Κάνω μια έρευνα για
- Για στατιστικούς σκοπούς
- συνώνυμο:
- έρευνα
6. Plot a map of (land)
- synonym:
- survey
6. Σχεδιάστε ένα χάρτη του (λανδ)
- συνώνυμο:
- έρευνα
Examples of using
A survey shows that many businessmen skip lunch.
Μια έρευνα δείχνει ότι πολλοί επιχειρηματίες παραλείπουν το μεσημεριανό γεύμα.
A recent survey shows that the number of smokers is decreasing.
Πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι ο αριθμός των καπνιστών μειώνεται.
According to a survey, three in five people today are indifferent to foreign affairs.
Σύμφωνα με έρευνα, τρία στα πέντε άτομα σήμερα είναι αδιάφορα για τις εξωτερικές υποθέσεις.