Translation meaning & definition of the word "surreptitious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιφυλακτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Surreptitious
[Επιφυλακτικόσ]/sərəptɪʃəs/
adjective
1. Marked by quiet and caution and secrecy
- Taking pains to avoid being observed
- "A furtive manner"
- "A sneak attack"
- "Stealthy footsteps"
- "A surreptitious glance at his watch"
- synonym:
- furtive ,
- sneak(a) ,
- sneaky ,
- stealthy ,
- surreptitious
1. Χαρακτηρίζεται από ησυχία και προσοχή και μυστικότητα
- Πόνοι για να αποφύγετε να παρατηρηθείτε
- "Ένας παραπλανητικός τρόπος"
- "Μια γλιστερή επίθεση"
- "Απίθανα βήματα"
- "Μια κρυφή ματιά στο ρολόι του"
- συνώνυμο:
- παρασυρόμενοσ ,
- φλακρός( ,
- απαίσιοσ ,
- απόκρυφοσ ,
- απατηλόσ
2. Conducted with or marked by hidden aims or methods
- "Clandestine intelligence operations"
- "Cloak-and-dagger activities behind enemy lines"
- "Hole-and-corner intrigue"
- "Secret missions"
- "A secret agent"
- "Secret sales of arms"
- "Surreptitious mobilization of troops"
- "An undercover investigation"
- "Underground resistance"
- synonym:
- clandestine ,
- cloak-and-dagger ,
- hole-and-corner(a) ,
- hugger-mugger ,
- hush-hush ,
- secret ,
- surreptitious ,
- undercover ,
- underground
2. Διεξάγεται με ή χαρακτηρίζεται από κρυφούς σκοπούς ή μεθόδους
- "Επιχειρήσεις πληροφοριών της κλανδίας"
- "Μαλακές και στιλέτο δραστηριότητες πίσω από τις γραμμές του εχθρού"
- "Τρύπα και γωνιακή ίντριγκα"
- "Μυστικές αποστολές"
- "Μυστικός πράκτορας"
- "Μυστικές πωλήσεις όπλων"
- "Επιφυλακτική κινητοποίηση στρατευμάτων"
- "Μυστική έρευνα"
- "Υπόγεια αντίσταση"
- συνώνυμο:
- κλαντεστίνη ,
- μανδύας ,
- τρύπα-και-γωνια(-) ,
- αγκάλιασμα ,
- απολαυστικός ,
- μυστικό ,
- απατηλόσ ,
- μυστικός ,
- υπόγειος