Translation meaning & definition of the word "surly" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "συντροφιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Surly
[Ευχαριστώ]/sərli/
adjective
1. Inclined to anger or bad feelings with overtones of menace
- "A surly waiter"
- "An ugly frame of mind"
- synonym:
- surly ,
- ugly
1. Τείνουν να θυμούνται ή κακά συναισθήματα με εμφανίσεις απειλής
- "Ένας επιτρεπτός σερβιτόρος"
- "Ένα άσχημο πλαίσιο του μυαλού"
- συνώνυμο:
- υπερβολικά ,
- άσχημοσ