Translation meaning & definition of the word "surgical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειρουργική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Surgical
[Χειρουργικός]/sərʤɪkəl/
adjective
1. Of or relating to or involving or used in surgery
- "Surgical instruments"
- "Surgical intervention"
- synonym:
- surgical
1. Από ή σχετίζονται ή εμπλέκονται ή χρησιμοποιούνται σε χειρουργική επέμβαση
- "Χειρουργικά όργανα"
- "Χειρουργική επέμβαση"
- συνώνυμο:
- χειρουργικός
2. Relating to or requiring or amenable to treatment by surgery especially as opposed to medicine
- "A surgical appendix"
- "A surgical procedure"
- "Operative dentistry"
- synonym:
- surgical ,
- operative
2. Σχετίζεται ή απαιτεί ή επιδεικνύεται θεραπεία με χειρουργική επέμβαση, ειδικά σε αντίθεση με την ιατρική
- "Χειρουργικό προσάρτημα"
- "Χειρουργική επέμβαση"
- "Εγχειρητική οδοντιατρική"
- συνώνυμο:
- χειρουργικός ,
- λειτουργική
3. Performed with great precision
- "A surgical air strike"
- synonym:
- surgical
3. Εκτελείται με μεγάλη ακρίβεια
- "Χειρουργική αεροπορική επίθεση"
- συνώνυμο:
- χειρουργικός