Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "surgery" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειρουργική" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Surgery

[Χειρουργική]
/sərʤəri/

noun

1. The branch of medical science that treats disease or injury by operative procedures

  • "He is professor of surgery at the harvard medical school"
    synonym:
  • surgery

1. Ο κλάδος της ιατρικής επιστήμης που αντιμετωπίζει ασθένειες ή τραυματισμούς με λειτουργικές διαδικασίες

  • "Είναι καθηγητής χειρουργικής επέμβασης στην ιατρική σχολή του χάρβαρντ"
    συνώνυμο:
  • χειρουργική

2. A room where a doctor or dentist can be consulted

  • "He read the warning in the doctor's surgery"
    synonym:
  • surgery

2. Ένα δωμάτιο όπου μπορείτε να συμβουλευτείτε έναν γιατρό ή έναν οδοντίατρο

  • "Διάβασε την προειδοποίηση στη χειρουργική επέμβαση του γιατρού"
    συνώνυμο:
  • χειρουργική

3. A room in a hospital equipped for the performance of surgical operations

  • "Great care is taken to keep the operating rooms aseptic"
    synonym:
  • operating room
  • ,
  • OR
  • ,
  • operating theater
  • ,
  • operating theatre
  • ,
  • surgery

3. Ένα δωμάτιο σε νοσοκομείο εξοπλισμένο για την εκτέλεση χειρουργικών επεμβάσεων

  • "Λαμβάνεται μεγάλη προσοχή για να κρατήσει τα χειρουργεία άσηπτα"
    συνώνυμο:
  • χειρουργείο
  • ,
  • Ή
  • ,
  • λειτουργικό θέατρο
  • ,
  • χειρουργική

4. A medical procedure involving an incision with instruments

  • Performed to repair damage or arrest disease in a living body
  • "They will schedule the operation as soon as an operating room is available"
  • "He died while undergoing surgery"
    synonym:
  • operation
  • ,
  • surgery
  • ,
  • surgical operation
  • ,
  • surgical procedure
  • ,
  • surgical process

4. Ιατρική διαδικασία που περιλαμβάνει τομή με όργανα

  • Εκτελείται για την αποκατάσταση ζημιών ή τη σύλληψη ασθενειών σε ένα ζωντανό σώμα
  • "Θα προγραμματίσουν τη λειτουργία μόλις ένα χειρουργείο είναι διαθέσιμο"
  • "Πέθανε ενώ υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση"
    συνώνυμο:
  • λειτουργία
  • ,
  • χειρουργική
  • ,
  • χειρουργική επέμβαση
  • ,
  • χειρουργική διαδικασία

Examples of using

Brain surgery is very complex.
Η χειρουργική επέμβαση εγκεφάλου είναι πολύ περίπλοκη.
He died during surgery.
Πέθανε κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης.
I need surgery.
Χρειάζομαι χειρουργική επέμβαση.