Translation meaning & definition of the word "surgeon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειρουργός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Surgeon
[Χειρουργός]/sərʤən/
noun
1. A physician who specializes in surgery
- synonym:
- surgeon ,
- operating surgeon ,
- sawbones
1. Ένας γιατρός που ειδικεύεται στη χειρουργική επέμβαση
- συνώνυμο:
- χειρουργός ,
- πριονίδια
Examples of using
I didn't know you were a surgeon.
Δεν ήξερα ότι είσαι χειρουργός.
Tom is a plastic surgeon.
Ο Τομ είναι πλαστικός χειρουργός.
The surgeon forgot something inside the patient.
Ο χειρουργός ξέχασε κάτι μέσα στον ασθενή.