Translation meaning & definition of the word "surge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειρουργός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Surge
[Χειρουργός]/sərʤ/
noun
1. A sudden forceful flow
- synonym:
- rush ,
- spate ,
- surge ,
- upsurge
1. Μια ξαφνική ισχυρή ροή
- συνώνυμο:
- βιασύνη ,
- επικάλυψη ,
- κύμα ,
- αναβαθμίζω
2. A sudden or abrupt strong increase
- "Stimulated a surge of speculation"
- "An upsurge of emotion"
- "An upsurge in violent crime"
- synonym:
- surge ,
- upsurge
2. Μια ξαφνική ή απότομη ισχυρή αύξηση
- "Διεγείρει ένα κύμα κερδοσκοπίας"
- "Μια έκρηξη συναισθήματος"
- "Μια έκρηξη σε βίαιο έγκλημα"
- συνώνυμο:
- κύμα ,
- αναβαθμίζω
3. A large sea wave
- synonym:
- billow ,
- surge
3. Ένα μεγάλο κύμα θάλασσας
- συνώνυμο:
- μπιλιάρδο ,
- κύμα
verb
1. Rise and move, as in waves or billows
- "The army surged forward"
- synonym:
- billow ,
- surge ,
- heave
1. Σηκωθείτε και μετακινηθείτε, όπως σε κύματα ή χαρτονομίσματα
- "Ο στρατός προχώρησε"
- συνώνυμο:
- μπιλιάρδο ,
- κύμα ,
- υψώ
2. Rise rapidly
- "The dollar soared against the yen"
- synonym:
- soar ,
- soar up ,
- soar upwards ,
- surge ,
- zoom
2. Αυξάνεται γρήγορα
- "Το δολάριο αυξήθηκε ενάντια στο γιεν"
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω ,
- ανεβαίνω προς τα πάνω ,
- κύμα ,
- ζουμ
3. Rise or move forward
- "Surging waves"
- synonym:
- tide ,
- surge
3. Ανέβα ή προχώρα
- "Χαλαρά κύματα"
- συνώνυμο:
- παλίρροια ,
- κύμα
4. Rise or heave upward under the influence of a natural force such as a wave
- "The boats surged"
- synonym:
- scend ,
- surge
4. Ανέβα ή υψηλή προς τα πάνω υπό την επίδραση μιας φυσικής δύναμης όπως ένα κύμα
- "Τα πλοία ανέβηκαν"
- συνώνυμο:
- αναλώνω ,
- κύμα
5. See one's performance improve
- "He levelled the score and then surged ahead"
- synonym:
- surge
5. Δείτε την απόδοση κάποιου να βελτιώνεται
- "Αυτός ισοπέδωσε το σκορ και στη συνέχεια ανέβηκε μπροστά"
- συνώνυμο:
- κύμα