Translation meaning & definition of the word "surfer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραπομπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Surfer
[Περιπλανώμενοσ]/sərfər/
noun
1. Someone who engages in surfboarding
- synonym:
- surfer ,
- surfboarder
1. Κάποιος που ασχολείται με την ιστιοσανίδα
- συνώνυμο:
- παρακινώ ,
- επιτραπέζια
Examples of using
Tom is a surfer.
Ο Τομ είναι σουρφέρ.