Translation meaning & definition of the word "surfboard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιτραπέζια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Surfboard
[Σανίδα]/sərfbɔrd/
noun
1. A narrow buoyant board for riding surf
- synonym:
- surfboard
1. Ένα στενό πλοίο για ιππασία
- συνώνυμο:
- σανίδα
verb
1. Ride the waves of the sea with a surfboard
- "Californians love to surf"
- synonym:
- surfboard ,
- surf
1. Οδηγήστε τα κύματα της θάλασσας με μια σανίδα σερφ
- "Οι καλιφορνέζοι αγαπούν να σερφάρουν"
- συνώνυμο:
- σανίδα ,
- σέρφινγκ