Translation meaning & definition of the word "surety" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σουρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Surety
[Σίγουρα]/ʃʊrəti/
noun
1. Something clearly established
- synonym:
- surety
1. Κάτι σαφώς καθορισμένο
- συνώνυμο:
- ασφάλεια
2. Property that your creditor can claim in case you default on your obligation
- "Bankers are reluctant to lend without good security"
- synonym:
- security ,
- surety
2. Ιδιότητα που ο πιστωτής σας μπορεί να διεκδικήσει σε περίπτωση που προεπιλέξετε την υποχρέωσή σας
- "Οι τραπεζίτες διστάζουν να δανείσουν χωρίς καλή ασφάλεια"
- συνώνυμο:
- ασφάλεια
3. A prisoner who is held by one party to insure that another party will meet specified terms
- synonym:
- hostage ,
- surety
3. Ένας κρατούμενος που κρατείται από ένα μέρος για να ασφαλίσει ότι ένα άλλο μέρος θα πληροί συγκεκριμένους όρους
- συνώνυμο:
- όμηρος ,
- ασφάλεια
4. One who provides a warrant or guarantee to another
- synonym:
- guarantor ,
- surety ,
- warrantor ,
- warranter
4. Εκείνος που παρέχει ένταλμα ή εγγύηση σε άλλο
- συνώνυμο:
- εγγυητής ,
- ασφάλεια ,
- δικαιολογητήσ ,
- πολεμιστήσ
5. A guarantee that an obligation will be met
- synonym:
- security ,
- surety
5. Εγγύηση ότι θα εκπληρωθεί η υποχρέωση
- συνώνυμο:
- ασφάλεια