Translation meaning & definition of the word "sure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σοφία" στην ελληνική γλώσσα
Sure
[Σίγουρος]adjective
1. Having or feeling no doubt or uncertainty
- Confident and assured
- "Felt certain of success"
- "Was sure (or certain) she had seen it"
- "Was very sure in his beliefs"
- "Sure of her friends"
- synonym:
- certain(p) ,
- sure
1. Να έχετε ή να αισθάνεστε χωρίς αμφιβολία ή αβεβαιότητα
- Σίγουρος και εξασφαλισμένος
- "Αισθάνθηκα βέβαιος για την επιτυχία"
- "Ήταν σίγουρο ότι το ( ήταν σίγουρο ) το είχε δει"
- "Ήταν πολύ σίγουρος για τις πεποιθήσεις του"
- "Σουρε των φίλων της"
- συνώνυμο:
- ορισμένο()<TAG1> ,
- σίγουρος
2. Exercising or taking care great enough to bring assurance
- "Be certain to disconnect the iron when you are through"
- "Be sure to lock the doors"
- synonym:
- certain ,
- sure
2. Άσκηση ή φροντίδα αρκετά μεγάλη για να φέρει τη διαβεβαίωση
- "Βεβαιωθείτε ότι έχετε αποσυνδέσει το σίδερο όταν τελειώσετε"
- "Φροντίστε να κλειδώσετε τις πόρτες"
- συνώνυμο:
- σίγουρος
3. Certain to occur
- Destined or inevitable
- "He was certain to fail"
- "His fate is certain"
- "In this life nothing is certain but death and taxes"- benjamin franklin
- "He faced certain death"
- "Sudden but sure regret"
- "He is sure to win"
- synonym:
- certain ,
- sure
3. Σίγουρος ότι θα συμβεί
- Προορισμένο ή αναπόφευκτο
- "Ήταν βέβαιο ότι θα αποτύχει"
- "Η μοίρα του είναι βέβαιη"
- "Σε αυτή τη ζωή τίποτα δεν είναι σίγουρο, παρά μόνο ο θάνατος και οι φόροι" - μπέντζαμιν φράνκλιν
- "Αντιμετώπισε βέβαιο θάνατο"
- "Απάτη αλλά σίγουρα μετάνιωσε"
- "Είναι σίγουρο ότι θα κερδίσει"
- συνώνυμο:
- σίγουρος
4. Physically secure or dependable
- "A sure footing"
- "Was on sure ground"
- synonym:
- sure
4. Φυσικά ασφαλής ή αξιόπιστος
- "Μια σίγουρη βάση"
- "Ήταν σε βέβαιο έδαφος"
- συνώνυμο:
- σίγουρος
5. Reliable in operation or effect
- "A quick and certain remedy"
- "A sure way to distinguish the two"
- "Wood dust is a sure sign of termites"
- synonym:
- certain ,
- sure
5. Αξιόπιστος στη λειτουργία ή το αποτέλεσμα
- "Μια γρήγορη και συγκεκριμένη θεραπεία"
- "Ένας σίγουρος τρόπος να διακρίνουμε τα δύο"
- "Η ξύλινη σκόνη είναι ένα σίγουρο σημάδι των τερμιτών"
- συνώνυμο:
- σίγουρος
6. (of persons) worthy of trust or confidence
- "A sure (or trusted) friend"
- synonym:
- sure ,
- trusted
6. ( των ατόμων) άξια εμπιστοσύνης ή εμπιστοσύνης
- "Ένας σίγουρος ( αξιόπιστος ) φίλος"
- συνώνυμο:
- σίγουρος ,
- αξιόπιστοσ
7. Infallible or unfailing
- "A sure (or true) sign of one's commitment"
- synonym:
- sure
7. Αλάνθαστο ή ακατάλληλο
- "Ένα σίγουρο ( αληθινό) σημάδι της δέσμευσης κάποιου"
- συνώνυμο:
- σίγουρος
8. Certain not to fail
- "A sure hand on the throttle"
- synonym:
- sure
8. Σίγουρο ότι δεν θα αποτύχει
- "Ένα σίγουρο χέρι στο γκάζι"
- συνώνυμο:
- σίγουρος
9. Impossible to doubt or dispute
- "Indisputable (or sure) proof"
- synonym:
- indisputable ,
- sure
9. Αδύνατο να αμφισβητήσει ή να αμφισβητήσει
- "Αδιαμφισβήτητο ( σίγουρη) απόδειξη"
- συνώνυμο:
- αδιαμφισβήτητοσ ,
- σίγουρος
adverb
1. Definitely or positively (`sure' is sometimes used informally for `surely')
- "The results are surely encouraging"
- "She certainly is a hard worker"
- "It's going to be a good day for sure"
- "They are coming, for certain"
- "They thought he had been killed sure enough"
- "He'll win sure as shooting"
- "They sure smell good"
- "Sure he'll come"
- synonym:
- surely ,
- certainly ,
- sure ,
- for sure ,
- for certain ,
- sure enough ,
- sure as shooting
1. Σίγουρα ή θετικά (`η σούπα χρησιμοποιείται μερικές φορές ανεπίσημα για `σουρεά')
- "Τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά"
- "Είναι σίγουρα σκληρός εργάτης"
- "Θα είναι μια καλή μέρα σίγουρα"
- "Ερχονται, για βέβαιους"
- "Νόμιζαν ότι είχε σκοτωθεί αρκετά σίγουρα"
- "Θα κερδίσει σίγουρα ως σκοποβολή"
- "Μυρίζουν καλά"
- "Βεβαιωθείτε ότι θα έρθει"
- συνώνυμο:
- σίγουρα ,
- σίγουρος ,
- σίγουρα αρκετά ,
- σίγουρος ως πυροβολισμός