Translation meaning & definition of the word "sur" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sur
[Σουρ]/sər/
noun
1. A port in southern lebanon on the mediterranean sea
- Formerly a major phoenician seaport famous for silks
- synonym:
- Sur ,
- Tyre
1. Λιμάνι στο νότιο λίβανο στη μεσόγειο θάλασσα
- Παλαιότερα ένας μεγάλος φοινικικός λιμένας διάσημος για τα μετάξια
- συνώνυμο:
- Σουρ ,
- Τύρο