Translation meaning & definition of the word "supremely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερβολικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Supremely
[Υπέρτατα]/supriməli/
adverb
1. To the maximum degree
- "He was supremely confident"
- synonym:
- supremely
1. Στο μέγιστο βαθμό
- "Ήταν απόλυτα σίγουρος"
- συνώνυμο:
- υπέρτατα
Examples of using
I am supremely glad to hear it.
Είμαι πολύ χαρούμενος που το ακούω.
I am supremely glad to hear it.
Είμαι πολύ χαρούμενος που το ακούω.