Translation meaning & definition of the word "supreme" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπέρτατο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Supreme
[Ανώτατος]/səprim/
adjective
1. Final or last in your life or progress
- "The supreme sacrifice"
- "The supreme judgment"
- synonym:
- supreme
1. Τελικό ή τελευταίο στη ζωή ή την πρόοδό σας
- "Η υπέρτατη θυσία"
- "Η ανώτατη κρίση"
- συνώνυμο:
- ανώτατος
2. Greatest in status or authority or power
- "A supreme tribunal"
- synonym:
- sovereign ,
- supreme
2. Μεγαλύτερη σε κατάσταση ή αρχή ή δύναμη
- "Ανώτατο δικαστήριο"
- συνώνυμο:
- κυρίαρχοσ ,
- ανώτατος
3. Highest in excellence or achievement
- "Supreme among musicians"
- "A supreme endxxeavor"
- "Supreme courage"
- synonym:
- supreme
3. Υψηλότερη στην αριστεία ή το επίτευγμα
- "Ο καιρός μεταξύ των μουσικών"
- "Μια ανώτατη ενδοπροσπάθεια"
- "Υπερβολικό θάρρος"
- συνώνυμο:
- ανώτατος
4. Greatest or maximal in degree
- Extreme
- "Supreme folly"
- synonym:
- supreme
4. Μέγιστο ή μέγιστο βαθμό
- Ακραίος
- "Υπερβολική τρέλα"
- συνώνυμο:
- ανώτατος
Examples of using
The fear of some divine and supreme powers keeps men in obedience.
Ο φόβος κάποιων θεϊκών και υπέρτατων δυνάμεων κρατά τους ανθρώπους σε υπακοή.
This is a matter of supreme importance.
Είναι θέμα υψίστης σημασίας.