Translation meaning & definition of the word "suppressed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταπιεσμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Suppressed
[Καταστέλλονται]/səprɛst/
adjective
1. Kept from public knowledge by various means
- synonym:
- suppressed
1. Φυλάσσεται από τη δημόσια γνώση με διάφορα μέσα
- συνώνυμο:
- καταστέλλεται
2. Manifesting or subjected to suppression
- "A suppressed press"
- synonym:
- suppressed
2. Εκδηλώνεται ή υπόκειται σε καταστολή
- "Ένας καταπιεσμένος τύπος"
- συνώνυμο:
- καταστέλλεται
3. Held in check with difficulty
- "A smothered cough"
- "A stifled yawn"
- "A strangled scream"
- "Suppressed laughter"
- synonym:
- smothered ,
- stifled ,
- strangled ,
- suppressed
3. Κρατημένος υπό έλεγχο με δυσκολία
- "Ένας πνιγμένος βήχας"
- "Ένα καταπιεσμένο χασμουρητό"
- "Μια στραγγαλισμένη κραυγή"
- "Καταπιεσμένο γέλιο"
- συνώνυμο:
- πνίγηκε ,
- καταπνίγω ,
- στραγγαλίζεται ,
- καταστέλλεται
Examples of using
The news was suppressed for the time being.
Η είδηση καταστέλλεται προς το παρόν.