Translation meaning & definition of the word "supportive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποστηρικτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Supportive
[Υποστηρικτικόσ]/səpɔrtɪv/
adjective
1. Furnishing support or assistance
- "A supportive family network"
- "His family was supportive of his attempts to be a writer"
- synonym:
- supportive
1. Παροχή υποστήριξης ή βοήθειας
- "Υποστηρικτικό οικογενειακό δίκτυο"
- "Η οικογένειά του υποστήριζε τις προσπάθειές του να γίνει συγγραφέας"
- συνώνυμο:
- υποστηρικτικός