Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "support" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποστήριξη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Support

[Υποστήριξη]
/səpɔrt/

noun

1. The activity of providing for or maintaining by supplying with money or necessities

  • "His support kept the family together"
  • "They gave him emotional support during difficult times"
    synonym:
  • support

1. Η δραστηριότητα της παροχής ή της διατήρησης με την προμήθεια χρημάτων ή αναγκών

  • "Η υποστήριξή του κράτησε την οικογένεια μαζί"
  • "Του έδωσαν συναισθηματική υποστήριξη σε δύσκολες στιγμές"
    συνώνυμο:
  • υποστήριξη

2. Aiding the cause or policy or interests of

  • "The president no longer has the support of his own party"
  • "They developed a scheme of mutual support"
    synonym:
  • support

2. Βοήθεια για την αιτία ή την πολιτική ή τα συμφέροντα των

  • "Ο πρόεδρος δεν έχει πλέον την υποστήριξη του δικού του κόμματος"
  • "Ανέπτυξαν ένα σύστημα αμοιβαίας στήριξης"
    συνώνυμο:
  • υποστήριξη

3. Something providing immaterial assistance to a person or cause or interest

  • "The policy found little public support"
  • "His faith was all the support he needed"
  • "The team enjoyed the support of their fans"
    synonym:
  • support

3. Κάτι που παρέχει άυλη βοήθεια σε ένα άτομο ή αιτία ή ενδιαφέρον

  • "Η πολιτική βρήκε ελάχιστη δημόσια υποστήριξη"
  • "Η πίστη του ήταν όλη η υποστήριξη που χρειαζόταν"
  • "Η ομάδα απολάμβανε την υποστήριξη των οπαδών της"
    συνώνυμο:
  • υποστήριξη

4. A military operation (often involving new supplies of men and materiel) to strengthen a military force or aid in the performance of its mission

  • "They called for artillery support"
    synonym:
  • support
  • ,
  • reinforcement
  • ,
  • reenforcement

4. Στρατιωτική επιχείρηση (που συχνά περιλαμβάνει νέες προμήθειες ανδρών και υλικού) για την ενίσχυση στρατιωτικής δύναμης

  • "Κάλεσαν για υποστήριξη πυροβολικού"
    συνώνυμο:
  • υποστήριξη
  • ,
  • ενίσχυση
  • ,
  • επανεκτέλεση

5. Documentary validation

  • "His documentation of the results was excellent"
  • "The strongest support for this view is the work of jones"
    synonym:
  • documentation
  • ,
  • support

5. Επικύρωση ντοκιμαντέρ

  • "Η τεκμηρίωση των αποτελεσμάτων του ήταν εξαιρετική"
  • "Η ισχυρότερη υποστήριξη για αυτή την άποψη είναι το έργο του τζόουνς"
    συνώνυμο:
  • τεκμηρίωση
  • ,
  • υποστήριξη

6. The financial means whereby one lives

  • "Each child was expected to pay for their keep"
  • "He applied to the state for support"
  • "He could no longer earn his own livelihood"
    synonym:
  • support
  • ,
  • keep
  • ,
  • livelihood
  • ,
  • living
  • ,
  • bread and butter
  • ,
  • sustenance

6. Οικονομικά σημαίνει ότι ζει κανείς

  • "Κάθε παιδί αναμενόταν να πληρώσει για τη διατήρησή του"
  • "Υπέβαλε αίτηση στο κράτος για υποστήριξη"
  • "Δεν μπορούσε πλέον να κερδίσει τα δικά του μέσα βιοπορισμού"
    συνώνυμο:
  • υποστήριξη
  • ,
  • διατηρώ
  • ,
  • βιοπορισμό
  • ,
  • ζωντανός
  • ,
  • ψωμί και βούτυρο
  • ,
  • τροφή

7. Supporting structure that holds up or provides a foundation

  • "The statue stood on a marble support"
    synonym:
  • support

7. Υποστηρικτική δομή που συγκρατεί ή παρέχει ένα ίδρυμα

  • "Το άγαλμα βρισκόταν σε μαρμάρινη υποστήριξη"
    συνώνυμο:
  • υποστήριξη

8. The act of bearing the weight of or strengthening

  • "He leaned against the wall for support"
    synonym:
  • support
  • ,
  • supporting

8. Η πράξη του να φέρει το βάρος ή την ενίσχυση

  • "Ακουμπούσε στον τοίχο για υποστήριξη"
    συνώνυμο:
  • υποστήριξη
  • ,
  • στήριξη

9. A musical part (vocal or instrumental) that supports or provides background for other musical parts

    synonym:
  • accompaniment
  • ,
  • musical accompaniment
  • ,
  • backup
  • ,
  • support

9. Ένα μουσικό μέρος (φωνητικό ή οργανικό) που υποστηρίζει ή παρέχει υπόβαθρο για άλλα μουσικά μέρη

    συνώνυμο:
  • συνοδεία
  • ,
  • μουσική συνοδεία
  • ,
  • αντίγραφο ασφαλείας
  • ,
  • υποστήριξη

10. Any device that bears the weight of another thing

  • "There was no place to attach supports for a shelf"
    synonym:
  • support

10. Κάθε συσκευή που φέρει το βάρος ενός άλλου πράγματος

  • "Δεν υπήρχε τόπος να επισυνάψετε υποστηρίγματα για ένα ράφι"
    συνώνυμο:
  • υποστήριξη

11. Financial resources provided to make some project possible

  • "The foundation provided support for the experiment"
    synonym:
  • support
  • ,
  • financial support
  • ,
  • funding
  • ,
  • backing
  • ,
  • financial backing

11. Χρηματοδοτικοί πόροι που παρέχονται για να καταστεί δυνατό κάποιο έργο

  • "Το ίδρυμα παρείχε υποστήριξη για το πείραμα"
    συνώνυμο:
  • υποστήριξη
  • ,
  • οικονομική στήριξη
  • ,
  • χρηματοδότηση
  • ,
  • οικονομική υποστήριξη

verb

1. Give moral or psychological support, aid, or courage to

  • "She supported him during the illness"
  • "Her children always backed her up"
    synonym:
  • support
  • ,
  • back up

1. Δώστε ηθική ή ψυχολογική υποστήριξη, βοήθεια ή θάρρος

  • "Τον υποστήριξε κατά τη διάρκεια της ασθένειας"
  • "Τα παιδιά της την υποστήριζαν πάντα"
    συνώνυμο:
  • υποστήριξη
  • ,
  • υποστηρίζω

2. Support materially or financially

  • "He does not support his natural children"
  • "The scholarship supported me when i was in college"
    synonym:
  • support

2. Υποστήριξη υλική ή οικονομική

  • "Δεν υποστηρίζει τα φυσικά του παιδιά"
  • "Η υποτροφία με στήριξε όταν ήμουν στο κολέγιο"
    συνώνυμο:
  • υποστήριξη

3. Be behind

  • Approve of
  • "He plumped for the labor party"
  • "I backed kennedy in 1960"
    synonym:
  • back
  • ,
  • endorse
  • ,
  • indorse
  • ,
  • plump for
  • ,
  • plunk for
  • ,
  • support

3. Είμαι πίσω

  • Εγκρίνω
  • "Πήδηξε για το εργατικό κόμμα"
  • "Υποστήριξα τον κένεντι το 1960"
    συνώνυμο:
  • πίσω
  • ,
  • εγκρίνω
  • ,
  • απεχθάνομαι
  • ,
  • παχουλός για
  • ,
  • παραπλανώ
  • ,
  • υποστήριξη

4. Be the physical support of

  • Carry the weight of
  • "The beam holds up the roof"
  • "He supported me with one hand while i balanced on the beam"
  • "What's holding that mirror?"
    synonym:
  • hold
  • ,
  • support
  • ,
  • sustain
  • ,
  • hold up

4. Γίνε η φυσική υποστήριξη του

  • Φέρνω το βάρος
  • "Η δέσμη κρατά την οροφή"
  • "Με υποστήριξε με το ένα χέρι ενώ ισορροπούσα στη δέσμη"
  • "Τι κρατάει αυτόν τον καθρέφτη?"
    συνώνυμο:
  • κρατώ
  • ,
  • υποστήριξη
  • ,
  • συντηρώ
  • ,
  • συγκρατώ

5. Establish or strengthen as with new evidence or facts

  • "His story confirmed my doubts"
  • "The evidence supports the defendant"
    synonym:
  • confirm
  • ,
  • corroborate
  • ,
  • sustain
  • ,
  • substantiate
  • ,
  • support
  • ,
  • affirm

5. Να δημιουργήσει ή να ενισχύσει όπως με νέα στοιχεία ή γεγονότα

  • "Η ιστορία του επιβεβαίωσε τις αμφιβολίες μου"
  • "Τα στοιχεία υποστηρίζουν τον κατηγορούμενο"
    συνώνυμο:
  • επιβεβαιώνω
  • ,
  • συντηρώ
  • ,
  • τεκμηριώνω
  • ,
  • υποστήριξη
  • ,
  • βεβαιώνω

6. Adopt as a belief

  • "I subscribe to your view on abortion"
    synonym:
  • subscribe
  • ,
  • support

6. Υιοθετήστε ως πεποίθηση

  • "Συμφωνώ με την άποψή σας για την άμβλωση"
    συνώνυμο:
  • εγγραφείτε
  • ,
  • υποστήριξη

7. Support with evidence or authority or make more certain or confirm

  • "The stories and claims were born out by the evidence"
    synonym:
  • corroborate
  • ,
  • underpin
  • ,
  • bear out
  • ,
  • support

7. Υποστήριξη με αποδεικτικά στοιχεία ή εξουσιοδότηση ή βεβαίωση ή επιβεβαίωση

  • "Οι ιστορίες και οι ισχυρισμοί γεννήθηκαν από τα στοιχεία"
    συνώνυμο:
  • επιβεβαιώνω
  • ,
  • στήριγμα
  • ,
  • αναλαμβάνω
  • ,
  • υποστήριξη

8. Argue or speak in defense of

  • "She supported the motion to strike"
    synonym:
  • defend
  • ,
  • support
  • ,
  • fend for

8. Υποστηρίζουν ή μιλούν υπερασπιζόμενοι το

  • "Υποστήριξε την πρόταση για απεργία"
    συνώνυμο:
  • υπερασπίζομαι
  • ,
  • υποστήριξη
  • ,
  • προσπαθώ

9. Play a subordinate role to (another performer)

  • "Olivier supported gielgud beautifully in the second act"
    synonym:
  • support

9. Παίξτε έναν δευτερεύοντα ρόλο σε άλλο ερμηνευτή (

  • "Ο ολιβιέ υποστήριξε όμορφα τον γκίλγκουντ στη δεύτερη πράξη"
    συνώνυμο:
  • υποστήριξη

10. Be a regular customer or client of

  • "We patronize this store"
  • "Our sponsor kept our art studio going for as long as he could"
    synonym:
  • patronize
  • ,
  • patronise
  • ,
  • patronage
  • ,
  • support
  • ,
  • keep going

10. Να είστε τακτικός πελάτης ή πελάτης

  • "Θα πατρονάρουμε αυτό το κατάστημα"
  • "Ο χορηγός μας κράτησε το στούντιο τέχνης μας όσο μπορούσε"
    συνώνυμο:
  • υποστηρίζω
  • ,
  • προστασία
  • ,
  • υποστήριξη
  • ,
  • συνεχίζω

11. Put up with something or somebody unpleasant

  • "I cannot bear his constant criticism"
  • "The new secretary had to endure a lot of unprofessional remarks"
  • "He learned to tolerate the heat"
  • "She stuck out two years in a miserable marriage"
    synonym:
  • digest
  • ,
  • endure
  • ,
  • stick out
  • ,
  • stomach
  • ,
  • bear
  • ,
  • stand
  • ,
  • tolerate
  • ,
  • support
  • ,
  • brook
  • ,
  • abide
  • ,
  • suffer
  • ,
  • put up

11. Βάλτε κάτι ή κάποιον δυσάρεστο

  • "Δεν μπορώ να αντέξω τη συνεχή κριτική του"
  • "Ο νέος γραμματέας έπρεπε να υπομείνει πολλές αντιεπαγγελματικές παρατηρήσεις"
  • "Μαθαίνει να ανέχεται τη ζέστη"
  • "Εγκλωβίστηκε δύο χρόνια σε έναν άθλιο γάμο"
    συνώνυμο:
  • πεπτώ
  • ,
  • υπομένω
  • ,
  • παραμένω
  • ,
  • στομάχι
  • ,
  • αρκούδα
  • ,
  • στέκομαι
  • ,
  • ανέχεται
  • ,
  • υποστήριξη
  • ,
  • μπρουκ
  • ,
  • αποθηκεύω
  • ,
  • υποφέρω
  • ,
  • στρώνω

Examples of using

We appreciate the support.
Εκτιμούμε την υποστήριξη.
We pledged our support to the candidate.
Δεσμευτήκαμε να υποστηρίξουμε τον υποψήφιο.
Thank you for your support.
Σας ευχαριστώ για την υποστήριξή σας.