Translation meaning & definition of the word "supplier" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προμηθευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Supplier
[Προμηθευτής]/səplaɪər/
noun
1. Someone whose business is to supply a particular service or commodity
- synonym:
- supplier ,
- provider
1. Κάποιος του οποίου η επιχείρηση είναι να παρέχει μια συγκεκριμένη υπηρεσία ή εμπόρευμα
- συνώνυμο:
- προμηθευτής ,
- πάροχος