Translation meaning & definition of the word "supplementary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπληρωματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Supplementary
[Συμπληρωματικόσ]/səpləmɛntəri/
adjective
1. Functioning in a supporting capacity
- "The main library and its auxiliary branches"
- synonym:
- auxiliary ,
- subsidiary ,
- supplemental ,
- supplementary
1. Λειτουργία με υποστηρικτική ικανότητα
- "Η κύρια βιβλιοθήκη και τα βοηθητικά της υποκαταστήματα"
- συνώνυμο:
- βοηθητικός ,
- θυγατρική ,
- συμπληρωματικόσ
2. Added to complete or make up a deficiency
- "Produced supplementary volumes"
- synonym:
- supplementary ,
- supplemental
2. Προστίθεται για να ολοκληρώσει ή να συνθέτουν μια ανεπάρκεια
- "Παραγόμενοι συμπληρωματικοί όγκοι"
- συνώνυμο:
- συμπληρωματικόσ