Translation meaning & definition of the word "supervisor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπεύθυνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Supervisor
[Επόπτης]/supərvaɪzər/
noun
1. One who supervises or has charge and direction of
- synonym:
- supervisor
1. Αυτός που εποπτεύει ή έχει την κατηγορία και την κατεύθυνση του
- συνώνυμο:
- επόπτης
2. A program that controls the execution of other programs
- synonym:
- supervisory program ,
- supervisor ,
- executive program
2. Ένα πρόγραμμα που ελέγχει την εκτέλεση άλλων προγραμμάτων
- συνώνυμο:
- εποπτικό πρόγραμμα ,
- επόπτης ,
- εκτελεστικό πρόγραμμα
Examples of using
I'm Tom's supervisor.
Είμαι ο επόπτης του Τομ.