Translation meaning & definition of the word "supervise" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "επιβλέπω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Supervise
[Επιβλέπω]/supərvaɪz/
verb
1. Watch and direct
- "Who is overseeing this project?"
- synonym:
- oversee ,
- supervise ,
- superintend ,
- manage
1. Παρακολουθήστε και κατευθύνετε
- "Ποιος επιβλέπει αυτό το έργο;"
- συνώνυμο:
- επιβλέπω ,
- επιβλέπων ,
- διαχειρίζομαι
2. Keep tabs on
- Keep an eye on
- Keep under surveillance
- "We are monitoring the air quality"
- "The police monitor the suspect's moves"
- synonym:
- monitor ,
- supervise
2. Διατηρήστε τις καρτέλες ενεργοποιημένες
- Παρακολουθήστε
- Κρατήστε υπό επιτήρηση
- "Παρακολουθούμε την ποιότητα του αέρα"
- "Η αστυνομία παρακολουθεί τις κινήσεις του υπόπτου"
- συνώνυμο:
- παρακολούθηση ,
- επιβλέπω