Translation meaning & definition of the word "superman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπεράνθρωπος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Superman
[Σούπερμαν]/supərmən/
noun
1. A person with great powers and abilities
- synonym:
- demigod ,
- superman ,
- Ubermensch
1. Ένα άτομο με μεγάλες δυνάμεις και ικανότητες
- συνώνυμο:
- ημίθεοσ ,
- σούπερμαν ,
- Ουμπερμενσ
2. Street name for lysergic acid diethylamide
- synonym:
- acid ,
- back breaker ,
- battery-acid ,
- dose ,
- dot ,
- Elvis ,
- loony toons ,
- Lucy in the sky with diamonds ,
- pane ,
- superman ,
- window pane ,
- Zen
2. Ονομασία δρόμου για διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος
- συνώνυμο:
- οξύ ,
- πίσω διακόπτης ,
- μπαταρία-οξύ ,
- δόση ,
- τοποθεσία ,
- Έλβις ,
- τόνοι απολέπισης ,
- Η λούση στον ουρανό με τα διαμάντια ,
- παράθυρο ,
- σούπερμαν ,
- Ζεν