Translation meaning & definition of the word "superior" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπέρ" στην ελληνική γλώσσα
Superior
[Ανώτερος]noun
1. One of greater rank or station or quality
- synonym:
- superior ,
- higher-up ,
- superordinate
1. Ένας από την καλύτερη τάξη ή το σταθμό ή την ποιότητα
- συνώνυμο:
- ανώτερος ,
- υψηλότερα ,
- υπερκορεάζω
2. The head of a religious community
- synonym:
- superior
2. Επικεφαλής μιας θρησκευτικής κοινότητας
- συνώνυμο:
- ανώτερος
3. A combatant who is able to defeat rivals
- synonym:
- victor ,
- master ,
- superior
3. Ένας μαχητής που είναι σε θέση να νικήσει τους αντιπάλους
- συνώνυμο:
- βίκτορ ,
- κύριος ,
- ανώτερος
4. The largest freshwater lake in the world
- The deepest of the great lakes
- synonym:
- Lake Superior ,
- Superior
4. Η μεγαλύτερη λίμνη γλυκού νερού στον κόσμο
- Το βαθύτερο των μεγάλων λιμνών
- συνώνυμο:
- Λίμνη ,
- Ανώτερος
5. A town in northwest wisconsin on lake superior across from duluth
- synonym:
- Superior
5. Μια πόλη στο βορειοδυτικό ουισκόνσιν στη λίμνη ανώτερη απέναντι από το ντουλούτ
- συνώνυμο:
- Ανώτερος
6. A character or symbol set or printed or written above and immediately to one side of another character
- synonym:
- superscript ,
- superior
6. Ένα σύνολο χαρακτήρων ή συμβόλων ή τυπωμένο ή γραμμένο παραπάνω και αμέσως στη μία πλευρά του άλλου χαρακτήρα
- συνώνυμο:
- επικαλούμενοσ ,
- ανώτερος
adjective
1. Of high or superior quality or performance
- "Superior wisdom derived from experience"
- "Superior math students"
- synonym:
- superior
1. Υψηλής ή ανώτερης ποιότητας ή απόδοσης
- "Υπέρτατη σοφία που προέρχεται από την εμπειρία"
- "Κατώτεροι μαθητές μαθηματικών"
- συνώνυμο:
- ανώτερος
2. Of or characteristic of high rank or importance
- "A superior ruler"
- synonym:
- superior
2. Είτε είναι χαρακτηριστικό υψηλής βαθμολογίας είτε σημαντικό
- "Ένας ανώτερος κυβερνήτης"
- συνώνυμο:
- ανώτερος
3. (sometimes followed by `to') not subject to or influenced by
- "Overcome by a superior opponent"
- "Trust magnates who felt themselves superior to law"
- synonym:
- superior
3. (μερικές φορές ακολουθείται από ```δεν υπόκειται ή δεν επηρεάζεται από
- "Προερχόμενος από έναν ανώτερο αντίπαλο"
- "Μεγιστάνες εμπιστοσύνης που ένιωθαν ανώτεροι από το νόμο"
- συνώνυμο:
- ανώτερος
4. Written or printed above and to one side of another character
- synonym:
- superscript ,
- superior
4. Γραμμένο ή τυπωμένο πάνω και στη μία πλευρά του άλλου χαρακτήρα
- συνώνυμο:
- επικαλούμενοσ ,
- ανώτερος
5. Having an orbit farther from the sun than the earth's orbit
- "Mars and jupiter are the closest in of the superior planets"
- synonym:
- superior
5. Έχοντας μια τροχιά μακρύτερα από τον ήλιο από την τροχιά της γης
- "Ο άρης και ο δίας είναι οι πιο κοντινοί στους ανώτερους πλανήτες"
- συνώνυμο:
- ανώτερος
6. Having a higher rank
- "Superior officer"
- synonym:
- ranking(a) ,
- superior ,
- higher-ranking
6. Έχοντας υψηλότερη τάξη
- "Ανώτερος αξιωματικός"
- συνώνυμο:
- κατάταξη(α ,
- ανώτερος ,
- υψηλότερης κατάταξης
7. (often followed by `to') above being affected or influenced by
- "He is superior to fear"
- "An ignited firework proceeds superior to circumstances until its blazing vitality fades"
- synonym:
- superior(p)
7. (συχνά ακολουθείται από ```) παραπάνω που επηρεάζεται ή επηρεάζεται από
- "Είναι ανώτερος από το φόβο"
- "Ένα αναφλεγμένο πυροτέχνημα προχωρά ανώτερα από τις συνθήκες μέχρι να εξασθενίσει η ζωτικότητά του"
- συνώνυμο:
- ανώτερο()<TAG1>