Translation meaning & definition of the word "sunrise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανατολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sunrise
[Ανατολή ηλίου]/sənraɪz/
noun
1. The first light of day
- "We got up before dawn"
- "They talked until morning"
- synonym:
- dawn ,
- dawning ,
- morning ,
- aurora ,
- first light ,
- daybreak ,
- break of day ,
- break of the day ,
- dayspring ,
- sunrise ,
- sunup ,
- cockcrow
1. Το πρώτο φως της ημέρας
- "Σηκωθήκαμε πριν την αυγή"
- "Μιλούσαν μέχρι το πρωί"
- συνώνυμο:
- αυγή ,
- ξημέρωμα ,
- πρωί ,
- αύρα ,
- πρώτο φως ,
- πρωινό ,
- διάλειμμα της ημέρας ,
- αναχώρηση ημέρασ ,
- ανατολή ,
- ηλιοβασίλεμα ,
- πασαρέλα
2. Atmospheric phenomena accompanying the daily appearance of the sun
- synonym:
- sunrise
2. Ατμοσφαιρικά φαινόμενα που συνοδεύουν την καθημερινή εμφάνιση του ήλιου
- συνώνυμο:
- ανατολή
3. The daily event of the sun rising above the horizon
- synonym:
- sunrise
3. Το καθημερινό γεγονός του ήλιου ανατέλλει πάνω από τον ορίζοντα
- συνώνυμο:
- ανατολή
adjective
1. Of an industry or technology
- New and developing
- "High-technology sunrise industries"
- synonym:
- sunrise(a)
1. Βιομηχανίας ή τεχνολογίας
- Νέα και αναπτυσσόμενη
- "Βιομηχανίες ανατολής υψηλής τεχνολογίας"
- συνώνυμο:
- ανατολή(
Examples of using
She got up early so as to see the sunrise.
Σηκώθηκε νωρίς για να δει την ανατολή του ήλιου.
I go to bed early so I can get up to capture the sunrise.
Πάω για ύπνο νωρίς για να σηκωθώ για να καταλάβω την ανατολή του ηλίου.
We started before sunrise.
Ξεκινήσαμε πριν την ανατολή του ήλιου.