Translation meaning & definition of the word "sunburned" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ηρεμία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sunburned
[Ηλιοβασίλεμα]/sənbərnd/
adjective
1. Suffering from overexposure to direct sunlight
- synonym:
- sunburned ,
- sunburnt
1. Πάσχουν από υπερβολική έκθεση σε άμεσο ηλιακό φως
- συνώνυμο:
- ηλιακά καμμένα ,
- ηλιοθεραπεία