Translation meaning & definition of the word "summons" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θεμέλια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Summons
[Καλεσμένα]/səmənz/
noun
1. A request to be present
- "They came at his bidding"
- synonym:
- bidding ,
- summons
1. Αίτημα να παραστεί
- "Ήλθαν στην προσφορά του"
- συνώνυμο:
- προσφορά ,
- κλήση
2. An order to appear in person at a given place and time
- synonym:
- summons
2. Μια εντολή να εμφανίζονται αυτοπροσώπως σε ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο
- συνώνυμο:
- κλήση
3. A writ issued by authority of law
- Usually compels the defendant's attendance in a civil suit
- Failure to appear results in a default judgment against the defendant
- synonym:
- summons ,
- process
3. Από γραφή που εκδίδεται από την αρχή του δικαίου
- Συνήθως αναγκάζει τη συμμετοχή του κατηγορουμένου σε αστική αγωγή
- Η μη εμφάνιση οδηγεί σε αθέτητη απόφαση εναντίον του κατηγορουμένου
- συνώνυμο:
- κλήση ,
- διαδικασία
verb
1. Call in an official matter, such as to attend court
- synonym:
- summon ,
- summons ,
- cite
1. Καλέστε σε επίσημο θέμα, όπως να παραστεί στο δικαστήριο
- συνώνυμο:
- καλώ ,
- κλήση ,
- ακάρεα