Translation meaning & definition of the word "summon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σουμνί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Summon
[Σουμ]/səmən/
verb
1. Call in an official matter, such as to attend court
- synonym:
- summon ,
- summons ,
- cite
1. Καλέστε σε επίσημο θέμα, όπως να παραστεί στο δικαστήριο
- συνώνυμο:
- καλώ ,
- κλήση ,
- ακάρεα
2. Ask to come
- "Summon a lawyer"
- synonym:
- summon
2. Ζητήστε να έρθετε
- "Σουλμάνος δικηγόρος"
- συνώνυμο:
- καλώ
3. Gather or bring together
- "Muster the courage to do something"
- "She rallied her intellect"
- "Summon all your courage"
- synonym:
- muster ,
- rally ,
- summon ,
- come up ,
- muster up
3. Συγκεντρώστε ή φέρτε μαζί
- "Συγκεντρώστε το θάρρος να κάνετε κάτι"
- "Συγκέντρωσε τη διάνοιά της"
- "Άπλωσε όλο σου το θάρρος"
- συνώνυμο:
- συγκεντρωτήσ ,
- ράλι ,
- καλώ ,
- ελαττώ ,
- συγκεντρώνω
4. Make ready for action or use
- "Marshal resources"
- synonym:
- mobilize ,
- mobilise ,
- marshal ,
- summon
4. Ετοιμαστείτε για δράση ή χρήση
- "Στρατηγικοί πόροι"
- συνώνυμο:
- κινητοποιώ ,
- στρατάρχησ ,
- καλώ