Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "summit" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συνάντηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Summit

[Σύνοδος Κορυφής]
/səmət/

noun

1. The highest level or degree attainable

  • The highest stage of development
  • "His landscapes were deemed the acme of beauty"
  • "The artist's gifts are at their acme"
  • "At the height of her career"
  • "The peak of perfection"
  • "Summer was at its peak"
  • "...catapulted einstein to the pinnacle of fame"
  • "The summit of his ambition"
  • "So many highest superlatives achieved by man"
  • "At the top of his profession"
    synonym:
  • acme
  • ,
  • height
  • ,
  • elevation
  • ,
  • peak
  • ,
  • pinnacle
  • ,
  • summit
  • ,
  • superlative
  • ,
  • meridian
  • ,
  • tiptop
  • ,
  • top

1. Το υψηλότερο επίπεδο ή βαθμός εφικτό

  • Το υψηλότερο στάδιο ανάπτυξης
  • "Τα τοπία του θεωρούνταν η ακμή της ομορφιάς"
  • "Τα δώρα του καλλιτέχνη είναι στην ακμή τους"
  • "Στο απόγειο της καριέρας της"
  • "Η κορυφή της τελειότητας"
  • "Το καλοκαίρι ήταν στο αποκορύφωμά του"
  • "...κατάπληξε τον αϊνστάιν στο αποκορύφωμα της φήμης"
  • "Η σύνοδος κορυφής της φιλοδοξίας του"
  • "Τόσα υψηλότερα υπερρεαλιστικά που επιτυγχάνονται από τον άνθρωπο"
  • "Στην κορυφή του επαγγέλματός του"
    συνώνυμο:
  • ακμή
  • ,
  • ύψος
  • ,
  • υψόμετρο
  • ,
  • κορυφή
  • ,
  • αποκορύφωμα
  • ,
  • σύνοδος κορυφής
  • ,
  • υπερθετικόσ
  • ,
  • μεσημβρινός
  • ,
  • πτώση

2. The top or extreme point of something (usually a mountain or hill)

  • "The view from the peak was magnificent"
  • "They clambered to the tip of monadnock"
  • "The region is a few molecules wide at the summit"
    synonym:
  • peak
  • ,
  • crown
  • ,
  • crest
  • ,
  • top
  • ,
  • tip
  • ,
  • summit

2. Το επάνω ή ακραίο σημείο κάτι (συνήθως ένα βουνό ή λόφος)

  • "Η θέα από την κορυφή ήταν υπέροχη"
  • "Προσκολλήθηκαν στην άκρη του μονάντνοκ"
  • "Η περιοχή έχει πλάτος μερικών μορίων στην κορυφή"
    συνώνυμο:
  • κορυφή
  • ,
  • στέμμα
  • ,
  • κορσ
  • ,
  • συμβουλή
  • ,
  • σύνοδος κορυφής

3. A meeting of heads of governments

    synonym:
  • summit
  • ,
  • summit meeting

3. Συνάντηση των αρχηγών κυβερνήσεων

    συνώνυμο:
  • σύνοδος κορυφής
  • ,
  • συνάντηση κορυφής

verb

1. Reach the summit (of a mountain)

  • "They breasted the mountain"
  • "Many mountaineers go up mt. everest but not all summit"
    synonym:
  • summit
  • ,
  • breast

1. Φτάστε στην κορυφή ( του βουνού)

  • "Θηλάζουν το βουνό"
  • "Πολλοί ορειβάτες ανεβαίνουν στο όρος έβερεστ, αλλά όχι όλες οι κορυφές"
    συνώνυμο:
  • σύνοδος κορυφής
  • ,
  • στήθος

Examples of using

Health groups have called for an urgent summit to tackle alcohol-fuelled violence, which has reached epidemic proportions throughout the country.
Ομάδες υγείας έχουν ζητήσει επείγουσα σύνοδο για την αντιμετώπιση της βίας με αλκοόλ, η οποία έχει φτάσει σε επιδημικές διαστάσεις σε όλη.
I reached the summit of the mountain in exactly five hours.
Έφτασα στην κορυφή του βουνού σε ακριβώς πέντε ώρες.
I reached the summit of the mountain in exactly five hours.
Έφτασα στην κορυφή του βουνού σε ακριβώς πέντε ώρες.