Translation meaning & definition of the word "summer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλοκαίρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Summer
[Καλοκαίρι]/səmər/
noun
1. The warmest season of the year
- In the northern hemisphere it extends from the summer solstice to the autumnal equinox
- "They spent a lazy summer at the shore"
- synonym:
- summer ,
- summertime
1. Η πιο ζεστή εποχή του χρόνου
- Στο βόρειο ημισφαίριο εκτείνεται από το θερινό ηλιοστάσιο μέχρι τη φθινοπωρινή ισημερία
- "Πέρασαν ένα τεμπέλικο καλοκαίρι στην ακτή"
- συνώνυμο:
- καλοκαίρι
2. The period of finest development, happiness, or beauty
- "The golden summer of his life"
- synonym:
- summer
2. Η περίοδος της καλύτερης ανάπτυξης, της ευτυχίας ή της ομορφιάς
- "Το χρυσό καλοκαίρι της ζωής του"
- συνώνυμο:
- καλοκαίρι
verb
1. Spend the summer
- "We summered in kashmir"
- synonym:
- summer
1. Περάστε το καλοκαίρι
- "Καλέσαμε στο κασμίρ"
- συνώνυμο:
- καλοκαίρι
Examples of using
Where do you plan to spend the summer?
Πού σκοπεύετε να περάσετε το καλοκαίρι?
They say that Liisa's summer house burned down.
Λένε ότι το καλοκαιρινό σπίτι της Λίζα κάηκε.
For the most part the weather has been nice this summer.
Ως επί το πλείστον ο καιρός ήταν καλός αυτό το καλοκαίρι.