Translation meaning & definition of the word "summarily" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατά περίπτωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Summarily
[Συνοπτικά]/səmɛrɪli/
adverb
1. Without delay
- In a summary manner
- "The suspected spy was summarily executed"
- synonym:
- summarily
1. Χωρίς καθυστέρηση
- Με συνοπτικό τρόπο
- "Ο ύποπτος κατάσκοπος εκτελέστηκε συνοπτικά"
- συνώνυμο:
- συνοπτικά